του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Έτος Σοστακόβιτς στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Προσλαμβάνοντας την τρέχουσα ως την πλέον ενδιαφέρουσα φάση τής σύγχρονης ιστορίας, μετά την λήξη τού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάρρευση τού λεγόμενου «Ανατολικού Μπλοκ», διαπιστώνουμε παραλλήλως την ενίσχυση της αίσθησης ότι ο μουσικός «κόσμος» τού Dmitri Shostakovich (1906-1975) αποδεικνύεται τόσο προφητικός και επίκαιρος όσον ίσως μόνον εκείνος τού Gustav Mahler έχει παλαιότερα υπάρξει. Αφορμή για την ενδεχομένως αυτονόητη εκτίμησή μας παρέχει η προσονομασία τού 2025 ως «έτος Σοστακόβιτς», λόγω της συμπληρώσεως, στις 9 τού ερχόμενου Αυγούστου, μισού αιώνα από την εκδημία τού μεγάλου συνθέτη. Ο σαρκασμός, η πικρία, η εσωστρεφής θλίψη, που η μουσική τού Σοστακόβιτς τόσο πανίσχυρα όσο και (συχνά) υποτονικά εκφράζει, αναζητούν ακόμη το ανάλογό τους στην αποτύπωση της αναδυόμενης, νέο-πρωτόγονης οικουμενικής πραγματικότητας, όπου οι τεχνολογικοί θρίαμβοι αποδεικνύονται τόσον εφιαλτικοί όσον ακριβώς εγγυάται το απροκάλυπτα αποπνευματοποιημένο κοινωνικό πλαίσιο, από το οποίο προκύπτουν.

Δύο εκδηλώσεις μουσικής δωματίου, στις 21 και 30 Ιανουαρίου στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος», αφιέρωσε στον Σοβιετικό μουσουργό το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στο πλαίσιο τού Κύκλου «Έλληνες Σολίστ». Παρακολουθήσαμε την δεύτερη, με έργα για διαφορετικές οργανικές διανομές, που επωμίσθηκαν, με προσωπικό ζήλο και συλλογική μέθεξη, οι έγχορδοι Γιώργος Μάνδυλας και Βασίλης Σούκας (βιολί), Αντίλοχος Τρανός (βιόλα) και Αστέριος Πούφτης (βιολοντσέλο), μέλη τού Κουαρτέτου Εγχόρδων «Αέναον», που εισήγαγε την συναυλία με το πλέον σύντομο 7ο από τα 15 κουαρτέτα εγχόρδων τού DSch, και η πιανίστα Δανάη Καρά για το 2ο Τρίο και το Κουϊντέτο με πιάνο τού συνθέτη, που την ολοκλήρωσαν.
Το ανατριχιαστικά ευσύνοπτο «μαγιάτικο» 7ο κουαρτέτο αποδόθηκε με αξιοθαύμαστη λιτότητα, ως απόσταγμα τής αμέσως αναγνωρίσιμης μουσικής ψυχοσύνθεσης τού «ιδιωτικού» Σοστακόβιτς, και οι εκλεκτοί μουσικοί διαλέχθηκαν με αξιοσημείωτο βάθος για τη δικαίωσή του. Αλλά και στο 2ο από τα τρίο με πιάνο, πόση μοναξιά στην σχεδόν ικετευτική δήλωση τού τσέλου που προετοίμασε την είσοδο τού βιολιού και την τελική τού πιάνου, εντυπωσιακή διόγκωση ενός αρχικού οργανικού ψιθύρου στο πλαίσιο ανάδειξης τής μουσικής πυκνότητας ενός έργου προερχόμενου από το πλέον αγριωπό υποσυνείδητο. Μετά την επιβεβλημένη, νευρωτική ευθυμία τού allegro con brio, το πιάνο εισήγαγε με πρέπον βάρος και πένθιμο βηματισμό το χωρίς περιστροφές πονεμένο Largo, που κλιμακώνεται σε συλλογική ελεγεία, προτού το ίδιο εισαγάγει ατάκα το ειρωνικό Allegretto ενός ακόμη «μακάβριου χορού» καθ’ οδόν προς την ολοκλήρωση τού έργου.
Το πρόγραμμα έκλεισε με το αναδρομικό στον J.S.Bach κουϊντέτο με πιάνο, το οποίο, δια των πρώτων δύο κινήσεων, «πρελούδιο» και «φούγκα», αποτίνει «φόρον τιμής» στον Κάντορα. Για εμάς, η βαρυσήμαντη αυτή ερμηνεία τής ολομέλειας των καλλιτεχνών σηματοδοτείται από την εικόνα τού βιολοντσελίστα που, στρέφοντας την κεφαλή πίσω από το κάθισμά του, έμοιασε να ατενίζει, λίγο πριν την επάνοδο τής «μεγάλης χειρονομίας» τού πρελούδιου, ένα ιδεατό στερέωμα, πέρα από εκείνο τής «μικρής» αίθουσας, ως προσωπική και αντιπροσωπευτική επιβεβαίωση μιας ιδιαίτερης κοινωνίας τού ιδίου και των συναδέλφων του με τον Μουσουργό…