του Κυριάκου Π. Λουκάκου
ΕΛΣΟΝ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Μεσούντος τού 2025 συχνή είναι η αναδρομή στην τελευταία δεκαετία για πολλαπλά επίπεδα δημοσίου ενδιαφέροντος, εν όψει της εισέτι νωπής μνήμης ακραίων εξελίξεων, που σηματοδότησαν την κορύφωση μιας οικονομικής κρίσης με υπαρξιακό αποτύπωμα και διακύβευμα για τη χώρα. Μιας κρίσης που, το θυμόμαστε καλά, συγκλόνισε και τον αεί χειμαζόμενο χώρο τής λόγιας μουσικής στην Ελλάδα. Προσμετρώντας στον οδυνηρό για πολλούς ανάμεσά μας, σιωπηρό μαρασμό τής Ορχήστρας των Χρωμάτων την γεμάτη αποκοτιά πορεία τής «Καμεράτα-Ορχήστρα Φίλων τής Μουσικής», στην οποία αταλάντευτα και με προσωπικό κόστος συνηγορήσαμε και που προφανώς δικαιώθηκε από τις εξελίξεις και οδήγησε σε ασφαλέστερη θεσμική της κατοχύρωση, στεκόμαστε ευφρόσυνα ενώπιον ενός νέου, ακμαίου και συμπεριληπτικού ορχηστρικού χάρτη που έχει αποδώσει η έκτοτε διαδρομή, με δημόσιες και ιδιωτικές πρωτοβουλίες, παραλληλίες και συνέργειες, συμπεριλαμβανομένης τής καθιερωμένης πλέον «Φιλαρμόνια Αθηνών» και τής «Ελληνικής Συμφωνικής Ορχήστρας Νέων» (ήδη επαρκώς οικείας υπό το ακρωνύμιο ΕΛΣΟΝ). Είναι δε αυτός ένας προστιθέμενος πλούτος καλλιτεχνικής καλλιέργειας και προσφοράς που δικαίως απολαμβάνει τής φιλοξενίας και τής οργανωτικής σκέπης τού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.

Δεν αποκρύπτουμε την επιφύλαξη, με την οποία είχαμε αντιμετωπίσει τη δημιουργία, κατά το δύσκολο 2017, τής ΕΛΣΟΝ από τον Διονύση Γραμμένο, πανευρωπαϊκά και εγχώρια αναγνωρισμένο νεοσσό τού κλαρινέτου, για την τότε ακόμη σχετικά περιορισμένη εμπειρία του στη διεύθυνση ορχήστρας. Μολαταύτα, με κατάλληλες οργανωτικές κινήσεις, ο ήδη διακεκριμένος από την Ακαδημία Αθηνών σχηματισμός μοιάζει να έχει πραγματοποιήσει ουσιαστικά βήματα για την εδραίωσή του, στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή. «Ορχήστρα In Residence τού Μεγάρου» πλέον και υπό την διεύθυνση τού ιδρυτή της, υπερασπίσθηκε, στις 6 Μαΐου, ένα πρόγραμμα αντιστοίχως απαιτητικό με τη δημοφιλία του.
Την εκδήλωση εγκαινίασε η κοσμαγάπητη «Φαντασία σε ένα θέμα τού Thomas Tallis» τού Ralph Vaughan-Williams, σπανιότητα μολαταύτα τών Ελληνικών αιθουσών. Με την ΕΛΣΟΝ κατανεμημένη σε δύο επίπεδα και με ισταμένους τους νεαρούς μουσικούς (alla Κουρεντζή), η ερμηνεία κλιμάκωσε τον αρχικό εσωστρεφή λυρισμό της με διεκδικητική ένταση, ταιριαστή με το νεαρό τής ηλικίας των εκτελεστών, και σε αρμονία με την αίσθηση αποφυγής πλατειασμού που χαρακτήρισε τα ευρέα τέμπι τού αρχιμουσικού.

Για το κοντσέρτο για βιολί τού Felix Mendelssohn-Bartholdy, σε μι ελάσσονα, επιστρατεύθηκε ο Αμερικανός «πρώτος εξάρχων» της Φιλαρμονικής τού Βερολίνου Noah Bendix-Balgley. Ο λείος, ηδύς, ομοιογενής, τεχνικά και μουσικά ασφαλής ήχος του συνδυάσθηκε επιτυχώς με τα χαρακτηριστικά τέμπι ενός αιματώδους πρώτου ρομαντισμού, που υιοθετήθηκαν ευεργετικά και στο κεντρικό andante, ενισχύοντας τη φυσικότητα τής οργανικής εκφοράς. Ένας παραδοσιακός Εβραϊκός σκοπός με φωνητικές παρεμβάσεις τού σολίστ οδήγησε στο διάλειμμα, μετά το οποίο η ολιγόλεπτη και σφαιρικά ανούσια σύνθεση «Stardust», για έγχορδα, τής 44χρονης «υποψήφιας διδάκτορος» Jessie Montgomery, αξιοποιήθηκε για την ατάκα ανάκρουση τής -ταλαιπωρημένης από την απαρέσκεια ενός W.Furtwangler- 2ης συμφωνίας τού L.v.Beethoven, που ο Γραμμένος διαχειρίσθηκε με διονυσιακής έξαψης ταχύτητες, κομψή φραστική και μυώδεις, τραγανές συνεισφορές των πνευστών, παρά τα ελαφρά ολισθήματά τους στο larghetto!