του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Ένα πέρασμα από το Salzburg και το περιώνυμο Φεστιβάλ του
Εκτός προγράμματος κριτικής παρουσίας, αλλά με παρακολούθηση 5 εκδηλώσεων σε διάστημα 4ημέρου, η επίσκεψή μας στο Σάλτσμπουργκ, γενέτειρα τού Μότσαρτ και τού Κάραγιαν, υπήρξε αποκαλυπτική όχι μόνον της αισθητής ποιοτικής παραμέτρου που εκπέμπει ένας φυσικά πανέμορφος και ιστορικά φορτισμένος τόπος, αλλά και τού επαχθούς διεθνούς καλλιτεχνικού αποτυπώματος, που δυστυχώς έχει κυριαρχήσει και στο ιστορικό Φεστιβάλ, και μάλιστα στην πλέον οχληρή παραστατική του διάσταση.
Αντιμέτωποι με δύο σκηνοθετημένα μελοδραματικά θεάματα και με δύο συναυλιακές αποδόσεις ομοίων τους, πραγματικά βιώνουμε ως οχληρό το καθήκον εκδήλωσης δυσφορίας για τα πρώτα. Τόσον επειδή η λαμπρή παράδοση τού Θεσμού στον 20ο αιώνα τεκμηριώνεται επαρκώς με διεθνούς και διαρκούς περιωπής ηχητικές και οπτικοακουστικές λήψεις, αλλά και, επιπλέον, επειδή, σε παρόμοιο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο κοινού, συγχωρείται η αποδόμηση μεγάλων λυρικών καλλιτεχνών της εποχής μας μέσα από παραγωγές που ενέχουν, κατά την ταπεινή άποψή μας, ακόμη και στοιχείο κακοποίησης των ιδίων. Όπως, εν πρώτοις, στην εφετινή παραγωγή τής όπερας τού Gaetano Donizetti «Maria Stuarda», όπου ούτε η πρωταγωνιστική παρουσία μιας Lisette Oropesa (Μαρία) και μιας Kate Lindsay (Ελισάβετ Α’) δεν εμπόδισε την κατάληψη της σκηνής από δύο συνεχώς περιστρεφόμενες πλατφόρμες, πάνω στις οποίες εκαλούντο οι καλλιτέχνες να ερμηνεύουν απαιτητικούς ρόλους, διατηρώντας την ίδια θέση επί σκηνής και, συνεπώς, κατ’ ανάγκην μετακινούμενοι διαρκώς με συγκεκριμένο βηματισμό! Ενώ, η -φευ αναπόφευκτη και συχνά καταχρηστική στις μέρες μας- χρήση τού video wall παρουσίαζε σκανδαλιστικά την επώνυμη ηρωίδα περιστοιχισμένη από ομάδα ημίγυμνων νεαρών που -συμβολικά υποθέτουμε- την υπεχρέωναν σε διάφορες συζητήσιμες στάσεις μεταξύ τους, ως υπαινιγμό προφανώς ερωτικής ελευθεριότητας τού ιστορικού προσώπου!
Αν κάποιος δε απορεί πώς -σε παρόμοιο ιστορικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο διοργάνωσης- παρακάμπτεται το λογοτεχνικό υπόβαθρο ενός Friedrich Schiller, στο θεατρικό έργο τού οποίου βασίζεται η μελοποίηση, η απάντηση παρακολούθησης, στο ίδιο αυτό Grosses Festspielhaus, ενός «Μάκβεθ» που υπέγραφε ένας σκηνοθέτης της φήμης τού Krzysztof Warlikowski, ενισχύει την απογοήτευση, όταν η Λαίδη Μάκβεθ στην υπέροχη όπερα τού G.Verdi, δομημένη επί σαιξπηρικού υπεδάφους, αντιμετωπίζεται ως … Lady Gaga! Και εδώ, παρά μια διανομή που περιελάμβανε τον Vladislav Sulimsky στον επώνυμο ρόλο, την Asmik Grigorian και τον Charles Castronovo (ως Μακντάφ), δεν αποφεύχθηκε ο ευτελισμός τού πρωταγωνιστικού ζεύγους σε υστερικούς ψυχοπαθείς, απογυμνωμένους από την σημαντικότερη ιδιότητα των ρόλων τους, την τραγικότητα συνείδησης των πραττομένων τους.
Υπό την έννοια αυτή, η στέρηση της θεατρικής πτυχής τού παραστατικού στοιχείου στον «Andrea Chenier» τού Umberto Giordano μάς επέτρεψε να συμμερισθούμε το επίτευγμα τού τενόρου Piotr Beczała για το παγκόσμιο ντεμπούτο του στον απαιτητικό επώνυμο ρόλο πλάι στην απέριττα συγκινητική και φωνητικά υγιή Μανταλένα τής Elena Stichina και τον δυναμικό Ζεράρ τού βαρυτόνου Luca Salsi, που όμως χωρίς δισταγμό, όπως ως έκπληκτοι αυτήκοοι καταθέτουμε, δεν επέστρεψε στη σκηνή για την τελευταία συγκινητική φράση τού χαρακτήρα του, θεωρώντας εύλογο να σπεύσει πρόωρα προς την…«τουαλέτα»!


















































