του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Γκαλά για το μέλλον τού Σωματείου «Υποτροφίες Μαρία Κάλλας»
Μόλις ένα ημερολογιακό 20ήμερο χωρίζει την 14η Σεπτεμβρίου τού έτους 1945, όταν η Maria Callas αναχωρούσε για τις Ηνωμένες Πολιτείες, από την 4η Οκτωβρίου, εναρκτήριο ορόσημο τής περιόδου 2024/25 τού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Επίκεντρο τής πρώτης Παρασκευής τού μηνός η προσφορά τής Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών υπό την επίσης προσφερόμενη -όπως όλων- διεύθυνση τού Μίλτου Λογιάδη. Ευκαιρία αναδρομής στην τέχνη τής Απόλυτης υψιφώνου τού 20ού αιώνα και στην εκπαιδευτική της παρακαταθήκη, που ξεκίνησε ως διευθέτηση ανύπαρκτου κυβερνητικού σκανδάλου και απέληξε σε μακρά ακολουθία διεθνώς δραστήριων μονωδών που έχουν τιμηθεί με την υποτροφία της.
Από την Αγνή Μπάλτσα έως τους σολίστ τής βραδιάς, την υψίφωνο Αλεξία Βουλγαρίδου και τον βαρύτονο Άρη Αργύρη, το Σωματείο «Υποτροφίες Μαρία Κάλλας» εξακολουθεί να ενισχύει ταλαντούχους νεοσσούς τής λυρικής τέχνης, που φευ, ενίοτε «περιορίζονται» σε εξωχώριο καταξίωση, φέροντας επώδυνα την «εξορία» που τους επιφυλάσσει η γεωγραφικά και πολιτιστικά περιφερειακή κοιτίδα τής εξ αίματος καταγωγής τους. Εξέλιξη που δεν ξενίζει, αν αναλογισθεί κάποιος ότι η φυγάς Καλογεροπούλου αποβλήθηκε από την χώρα τής αρχικής καθιέρωσής της από ένα συνδυασμό συλλογικού συναδελφικού φθόνου μεταμφιεσμένου σε μομφή δωσιλογισμού, ενδοτικών σε αυτόν διοικητικών ενεργειών εργασιακής της υποβάθμισης και μέριμνας Άγγλων(!) αξιωματούχων, μήπως έχει την τύχη τής Ελένης Παπαδάκη (πρβλ. Andrea Penna, Mary, the girl from Athens, ανάρτηση στον ιστότοπο τού Teatro alla Scala). Στην εποχή μας η «διαγραφή» από την εγχώρια μουσική συνείδηση τελείται «δια παραλείψεως» και αυτή την ανθρώπινη διαμαρτυρία μάς εξέπεμψαν λακωνικά στο παρασκήνιο οι δύο λυρικοί καλλιτέχνες, μετά το δίπτυχο πρόγραμμα Βέρντι και Πουτσίνι που υπερασπίσθηκαν ενθουσιωδώς στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης».
Απρόσμενο highlight το εναρκτήριο Πρελούδιο στην «Αΐντα» τού Βέρντι, που ο Λογιάδης παρουσίασε, για πρώτη φορά στην εμπειρία μας, με όλο το βαγκνερικό μέγεθος στη γραφή τού Βέρντι, αξιοποιώντας ένα καλά οργανωμένο αργό τέμπο, προκειμένου να προσδώσει τον όγκο και την ιδεαλιστική φόρτιση τής επιρροής τού Γερμανού. Συναρπαστική και η εισαγωγή στην «Δύναμη τού Πεπρωμένου», όπως και ένα συγκινησιακά φορτισμένο ιντερμέτζο τής «Μανόν Λεσκώ». Οι τραγουδιστές εγκαινίασαν το πρόγραμμά τους με μιαν φωνητικά και κινητικά αδρή αντιπαράσταση πατέρα – κόρης στην γ’ πράξη τής «Αΐντα», προετοιμάζοντας το έδαφος για μιαν εξίσου εντυπωσιακή αντιπαράσταση αριών από την «Δύναμη τού Πεπρωμένου», εκείνη τού εκδικητικού αδελφού, που ο Αργύρης ερμήνευσε με πλεόνασμα κύρους και εύηχης προβολής στην αίθουσα, και την επίκληση στην ειρήνη τής διωκόμενης Λεονώρας, με τη Βουλγαρίδου σε ένα μάθημα σπαρακτικής φραστικής εσωτερικότητας. Στιβαρός Μικέλε στον «Μανδύα» τού Πουτσίνι αναδείχθηκε, μετά το διάλειμμα, ο βαρύτονος, που πλαισίωσε καταληκτικά την παρτεναίρ του για το β’ ήμισυ τής β’ πράξης τής «Τόσκα», σε ένα κοινό επίπεδο που βοά για το έλλειμμα Ελληνικής τους παρουσίας, με εκείνον έναν ερωτεύσιμο σαδιστή δυνάστη και εκείνη μια γεμάτη ευγενική θηλυκότητα πριμαντόνα, ιδανική και σε ένα «Vissi d’ arte» που θα έκανε την Κάλλας περήφανη! Ευχαριστούμε!