του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Φιντέλιο στα Ολύμπια για την απελευθέρωση τών Αθηνών
Ο «Fidelio», η μόνη όπερα τού L.v.Beethoven, τού στοίχισε -και αντιστοίχως απέδωσε- δύο εκδοχές και 4 εισαγωγές της, ενώ αποδείχθηκε διαχρονικά υπονομευτική κάθε αυταρχισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι ο γεννημένος στο Μόναχο αρχιμουσικός των 11 παραστάσεων στο Ωδείον Ηρώδου τού Αττικού (14/08- 10/09/1944) με επώνυμη ηρωίδα τη Μαριάννα Καλογεροπούλου εναλλάξ με την Άννα Ρεμούνδου, ο Hans Hörner (1903-1968), ήταν και ο ίδιος οιονεί εκτοπισμένος στη βαλκανική μας γωνιά τής πρόσκαιρης επικράτειας τού Άξονα λόγω πολιτικών του πεποιθήσεων, γεγονός που ενισχύεται από την περαιτέρω συνεργασία του με την Εθνική Λυρική Σκηνή αμέσως μετά την απελευθέρωση. Μια δεκαετία αργότερα, ο «Φιντέλιο» επιβεβαίωνε τον χαρακτηρισμό του, σε τηλεοπτικό στιγμιότυπο, από τον Karl Böhm, ως «die Freiheitsoper κατ’ εξοχήν»(sic) με την επιλογή του για την πανηγυρική επανέναρξη λειτουργίας τής Κρατικής Όπερας τής Βιέννης στις 5 Νοεμβρίου 1955, μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών στρατευμάτων από την Αυστριακή πρωτεύουσα. Και ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι η πιο εφιαλτικά τρομοκρατημένη επισήμανση «Προσοχή, μάς παρακολουθούν!» ακούγεται από μη κατονομαζόμενο σολίστ σε δίσκο χορωδιακών τής κρατικής εταιρείας Supraphon που εκδόθηκε μετά την άνοιξη τής Πράγας!
Είναι αλήθεια μολαταύτα ότι η επέτειος τής 12ης Οκτωβρίου 1944 τιμάται μεν, αλλά δεν εορτάζεται στην Αθήνα, προφανώς επειδή η μεγάλη αυτή ημέρα συσκοτίσθηκε άμεσα από τις ένοπλες εμφύλιες συγκρούσεις που ακολούθησαν, αλλά και διότι η πλησιόχρονη 28η Οκτωβρίου είχε σημαδευθεί από την έκρηξη ενθουσιώδους φρονήματος εθνικής ενότητας των Ελλήνων. Στο πλαίσιο αυτό, η αξιοποίηση οπτικοακουστικού υλικού τής εποχής, ως video wall τής κατ’ ουσίαν συναυλιακής εφ’ άπαξ παρουσίασης των «Ολυμπίων» τής 12ης/10, ήταν μεν εύλογη και επιθυμητή, αλλά με μεγαλύτερη οικονομία. Αποκρούουμε την έκπτωση από πρότυπα προγραμματικά βιβλιάρια των εκδηλώσεων σε στοιχειώδη, εφήμερα φυλλάδια και θεωρούμε επιπλέον ατυχή τη στέρηση υπερτίτλων με τη μετάφραση τής Βέτας Πεζοπούλου χάριν αναγραφής σποραδικών και ανούσιων σπαραγμάτων της.
Η ενεργητική και ταχεία μουσική διεύθυνση τού Κωνσταντίνου Τερζάκη, επικεφαλής των χορωδιών τού Δήμου Αθηναίων (Σταύρος Μπερής) και τής ΕΡΤ (Μιχάλης Παπαπέτρου), καθώς και τής Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας τής ΕΡΤ, αν και λυτρωτικής σφοδρότητας στο φινάλε, κατέγραψε έλλειμμα δυναμικής φωτοσκίασης σε μιαν όπερα που χαρακτηρίζεται από ανήλιαγες περιστάσεις. Η απρόσμενη επιλογή τής μεσοφώνου Μαίρης-Έλεν Νέζη για τον ρόλο της Λεονώρας απέδωσε μια δυναμική και φωνητικά στιβαρή ερμηνεία, με ασφαλές θεμέλιο χαμηλής περιοχής και άνεση τόσο στις τονικές εκτινάξεις τού «Abscheulicher!» όσο και στις συμπράξεις με τον κρυστάλλινης καθαρότητας Φλορεστάν τού Δημήτρη Πακσόγλου, ώριμου γι’ αυτό το δραματικό-ηρωικό ρεπερτόριο τενόρου. Ο Δημήτρης Τηλιακός σκιαγράφησε με έντονο Sprechgesang έναν αρκούντως δαιμονικό Πιτσάρο με τον επίσης βαρύτονο Γιάννη Σελιτσανιώτη να επιβεβαιώνει ως Υπουργός την μεγάλη προσδοκία που ενσαρκώνει σε όγκο και ποιότητα εκφοράς. Τέλος, ο βαθύφωνος Πέτρος Μαγουλάς εισέφερε ένα φωνογενή, πατρικό Ρόκκο ευκρινούς άρθρωσης και εκφραστικής ωριμότητας, πειστικά προστατευτικό για τους νεανικούς Μαριλένα Στριφτόμπολα ως Μαρτσελλίνε και Νικόλα Μαραζιώτη ως Χακίνο…