του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Μπετόβεν και Μπραμς για την εναρκτήρια συναυλία τής ΚΟΑ
Με ήχους κεντρικού συμφωνικού ρεπερτορίου επέλεξαν να εγκαινιάσουν την καλλιτεχνική περίοδο 2025/26 η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Λουκάς Καρυτινός το βράδυ της 10ης Οκτωβρίου στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» (Φίλων τής Μουσικής) τού ΜΜΑ. Επιλογή που ανταποκρίνεται στη λογική της εξαρχής συνειδητοποιημένης επαλληλίας τού Johannes Brahms έναντι τού Ludwig van Beethoven, αφού την 1η συμφωνία τού νεότερου συνθέτη συνόδευε ανέκαθεν η αντίληψη ότι τρόπον τινά αποτελούσε την 10η τού Μπετόβεν.

Το πρόγραμμα που παρακολουθήσαμε εγκαινίασε πάντως η -χαρακτηρισμένη από τον Richard Wagner ως «Αποθέωση τού Χορού»- 7η συμφωνία τού «Γίγαντα της Βόννης», παράμετρος που κατέστη αισθητή και μέσα από την ερμηνευτική αντίληψη τού Καρυτινού για το έργο. Με διαμοιρασμένα τα έγχορδα εκατέρωθεν τού πόντιουμ, η είσοδος στο εναρκτήριο poco sostenuto εξέπεμψε ευπρόσδεκτο πανηγυρικό βάρος με την «ζωηρή» εκτύλιξη τής κίνησης να υπηρετείται από βηματισμό στωικό μεν, που όμως πυροδοτούσε δυναμική δήλωση της μουσικής. Με μετρημένο, λοιπόν, αλλά στιβαρό τέμπο και χωρίς την επανάληψη, αντιμετωπίσαμε μιαν ερμηνεία λιγότερο φορτισμένη από τους «αυθεντικούς» ιδεασμούς της εποχής μας, αναγνωρίσιμα προσανατολισμένη στον ρομαντισμό, χωρίς εκπτώσεις στο μπετοβενικά διθυραμβικό στοιχείο, αλλά και με πρόνοια για τις ενδιάμεσες αμφιβολίες και αναιρέσεις του. Προωθώντας την καταπολέμηση της «διάρροιας» χειροκροτημάτων που μαστίζει τις συναυλίες, προκρίθηκε η «ατάκα» επέλαση στο allegretto, με σεβασμό στον ελεγειακό χαρακτήρα αυτής της συναισθηματικά έμφορτης σελίδας στο πλαίσιο μιας παραδοσιακής αντίληψης που θέλγει. Η επανάληψη -αν δεν απατώμεθα- τηρήθηκε σε συνθήκες πραγματικού presto για το γ’ μέρος, χωρίς υπερβολή έπιβράδυνσης για το τρίο και με το -πάντοτε «ατάκα»- καταληκτικό allegro con brio να διαβαθμίζει εύστοχα τα επιτατικά αποθέματα ενέργειας για την εξημμένη, διονυσιακή παραφορά τού έργου.

Η συναυλία ολοκληρώθηκε με μιαν αξιομνημόνευτη ερμηνεία τού γεμάτου παγίδες και προκλήσεις 1ου από τα 2 κοντσέρτα για πιάνο τού Μπραμς. Αυτές, παρεμπιπτόντως, είχε -αποκαλυπτικά για εμάς- αναδείξει, στη ραδιοφωνική εκπομπή του τής δεκαετίας τού 1980 «Aus dem Musikarchiv» για την Γερμανική -τότε- SWF, ο παρουσιαστής της, συνθέτης Wolf Rosenberg (1915-1996), προκρίνοντας ξέφρενα τέμπι για το α’ μέρος τού Κοντσέρτου εμπνεόμενος από δυσεύρετο δίσκο υπό τον Fritz Reiner με σολίστ τον Rudolf Serkin (Columbia, ML 4100). Αν και ο Καρυτινός δεν επέλεξε αυτή την οδό, ο ίδιος και οι μουσικοί του πέτυχαν εμπνευσμένη εναρμόνιση τόσο μεταξύ τους, για την συγκλονιστική μακροσκελή εισαγωγή τού ογκώδους maestoso, όσο και με τον σολίστ Alexei Volodin. Τα ευρέα, επ’ ουδενί ακραία, τέμπι υπηρετήθηκαν με αισθητή ομοθυμία, προμηθεύοντας στην ανάπτυξη της μεγαλειώδους αυτής κίνησης τον αναγκαίο χώρο ανάδειξης λεπτομερειών. Ο ρωμαλέος, ισχυρός αλλά όχι θορυβώδης, δακτυλισμός τού Βολόντιν, μεστός και διαυγής, ικανοποίησε κάθε πτυχή δυναμικής και βιωματικής ταλάντωσης τής μπραμσικής έμπνευσης, εναλλάσσοντας εξεγέρσεις προμηθεϊκού μεγαλείου με την πλέον βαθυβίωτη και διακριτική εσωτερικότητα, ποιότητα που χαρακτήρισε και τη διαφάνεια συλλογικής διαχείρισης τού αργού μέρους, με αποθέματα λυτρωτικής εκτόνωσης στο ενεργητικό φινάλε!




















































