Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια με την ΚΟΑ

45

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

Ο δαίμονας της ηλεκτρονικής επικοινωνίας απέτρεψε την παρακολούθηση διάσημων σολίστ που φιλοξένησε το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ως σκέλος του εαρινού του  προγραμματισμού. Παραμυθία όμως για την αποτυχία κοινωνίας με την ώριμη τέχνη του βιολονίστα Renaud Capuçon και της πιανίστριας Maria João Pires αποτέλεσε η σύμπραξη με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών ενός άλλου θρύλου, της επίσης πιανίστριας Elisabeth Leonskaya, που, αν και στο πλαίσιο εκδήλωσης άλλου φορέα, ορθώς λειτούργησε επικοινωνιακά ως μέρος της συνολικής διοργάνωσης.  Σε κάθε περίπτωση, η βραδιά της 1ης του Απριλίου μάς βρήκε στην πλήθουσα αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης» για ένα ενδιαφέρον και απαιτητικό πρόγραμμα.

Όχι μόνον η διασημότητα της μετάκλησης, αλλά και το μαστοδοντικό -για την εποχή του και όχι μόνο- μέγεθος του 2ου κονσέρτου του Μπραμς, στο οποίο εκείνη συνέπραξε, επέβαλαν την τοποθέτησή του στο τελευταίο κεφάλαιο της συναυλίας. Προηγήθηκε, πριν το διάλειμμα, η σπανίως εκτελούμενη σε   (ελληνικές τουλάχιστον) συναυλιακές αίθουσες 1η Συμφωνία του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, μια σύνθεση που δεν υπερακοντίζει απλώς τον ποιοτικό πήχυ πρωτόλειου κρίκου στη διαδρομή 15 συνολικά έργων του παρόμοιας κατηγορίας, αλλά και τοποθέτησε δια μιας τον μεγάλο αυτό συνθέτη στο επίκεντρο της μουσικής ζωής της χώρας του στην ταραγμένη αλλά και γόνιμη ακόμη πρώτη μετεπαναστατική της περίοδο. Είναι περίεργο και συνάμα παρήγορο το γεγονός ότι, στην αντίληψή μας, η εθνικότητα του Σοστακόβιτς δεν εμποδίζει στο ελάχιστο την σχεδόν αυτόματη καταγγελτική λειτουργία της μουσικής του εν όψει του εξωφρενικά άδικου και βάρβαρου Ουκρανικού Πολέμου. Σε ένα πλαίσιο παρόμοιας φόρτισης, λοιπόν, ο Λουκάς Καρυτινός ξεδίπλωσε με υπομονή, φινέτσα, ρυθμική ενσυναίσθηση και μετρημένο σαρκασμό  την ιδιαίτερη αυτή παρτιτούρα. Ήδη η κλιμάκωση του εναρκτήριου μέρους της, αλλά και οι εν γένει σολιστικές παρεμβάσεις των ξύλινων σε απολαυστικές στιχομυθίες με τα έγχορδα, μαρτυρούσαν υψηλό επίπεδο προετοιμασίας τόσο στο ερμηνευτικό όσο και στο εκτελεστικό σκέλος. Αυτή επέτρεψε την έκδηλη συλλογική βίωση της δομικής ανακάλυψης του ριζοσπαστικού αυτού αριστουργήματος και προσπόρισε εξαιρετικό momentum στη ρηξικέλευθη αφήγηση μιας φαινομενικά τυπικής τετραμερούς φόρμας, της οποίας ευεργετικά αποσαφήνισε την περίπλοκη αλλά υπαρκτή εσωτερική λογική. Από αυτή την ανατομική θεώρηση δεν διέλαθε ούτε ο υποκείμενος τρόμος που διαπερνά προφητικά το δ’ μέρος ακόμη και αυτής της νεανικής σύνθεσης.

Σε αντίθεση, τα rubati του πόντιουμ στο δυσχερές και πιανιστικά «άχαρο» κονσέρτο του Μπραμς, που ακολούθησε μετά το διάλειμμα, δεν πρόσθεσαν κάτι ουσιώδες σε ένα ήδη εκτενές αριστούργημα, ούτε όμως εμπόδισαν την συγκρότηση ρωμαλέου πλαισίου διαλόγου με τη Λεόνσκαγια, που φώτισε με τον δικό της διακριτικό τρόπο λεπτομέρειες αυτού του αγαπημένου έργου. Ιδεωδώς θα επιθυμούσαμε περισσότερο βάθος στην ανάκρουση του αργού γ’ μέρους, που βρήκε το στίγμα του μόνο στο μέσον της εκτύλιξής του. Σε κάθε περίπτωση όμως αυτή η σημειακή ένσταση ελάχιστα αποδυναμώνει την αίσθηση ευγνωμοσύνης για την παρακολούθηση μιας παρόμοιου επιπέδου συναυλίας και μάλιστα με προφανές το άβολο άγγιγμα αναπόδραστα χαλεπών καιρών….