Φεστιβάλ Bayreuth 2018 (2) – Προσερχόμενοι και απερχόμενοι…

56

Ο «Parsifal», που παρακολουθήσαμε στο Φέστσπηλχάουζ  (1/08/2018), προηγήθηκε εφέτος του «Lohengrin» της επομένης. Σε χρονική ακολουθία πλοκής λοιπόν, η ανέλιξη ενός «αγνού ηλίθιου» σε λυτρωτή του -σαρκικά και ηθικά- πληγωμένου βασιλέα, καθώς και η προαγωγή του σε διαχειριστή του Ιερού Δισκοπότηρου, κατέστησε τον σαιξπηρικό συνειρμό της βίαιης διαδοχής προφανή και αναπόφευκτο. Η δε υφαρπαγή του στέμματος από τον ίδιο και η «ιμπεριαλιστική» περιοδεία, στην επόμενη όπερα, του υιού και διαδόχου (;) του Λόενγκριν, από το μυθικό βασίλειο του Μονσαλβάτ στο  υπαρκτό της Βραβάντης, προσέθεσε μιαν ακόμη ανατριχιαστική απόχρωση.

        Την είχε ήδη υπαινιχθεί στον «Πάρσιφαλ» ο σκηνοθέτης του Uwe Eric Laufenberg, αλλά αποσαφηνίσθηκε μέσα από την ευεργετική επίδραση του Φεστιβάλ ως βελτιωτικού «εργαστηρίου» (Werkstatt) των σκηνοθεσιών, κυρίως στην γ’ πράξη που κυρίως έπασχε, παραστατικά και αισθητικά. Αλλού, όπως στη διήγηση της Κούντρυ, η παρουσία μη προβλεπόμενων προσώπων επί σκηνής εξακολούθησε να παρενοχλεί την εστίαση στη μουσική. Το κύκνειο αριστούργημα διηύθυνε με ασφάλεια και εσωτερικότητα ο -αποδοκιμασθείς τον Απρίλιο του 2017 στη Βιέννη και ανταμειφθείς εδώ με  standing ovation- αρχιμουσικός Semyon Bychkov, debutant στον Πράσινο Λόφο. Υπό τη συνεκτική και εγερτήρια μπαγκέτα του η αγέρωχη μεταλλικότητα του Αυστριακού τενόρου Andreas Schager στον επώνυμο ρόλο, η φωνητική ρώμη και η τονική πληρότητα της Ρωσίδας Elena Pankratova ως Κούντρυ, η φωτοστεφής άρθρωση και μουσικότητα του βαθύφωνου Günther Groissböck ως Γκούρνεμαντς, η δραματικότητα  του Αυστραλού βαθυβαρυτόνου Derek Welton στο ρόλο ενός αυτομαστιγούμενου Κλίνγκζορ και οι μονόλογοι  συντριβής του Γερμανού βαρυτόνου Thomas J. Mayer ως Αμφόρτας συνδυάσθηκαν σε καθαρτήρια εμπειρία.

        Τόσο σε αυτό, όσο και σε 2 επιπλέον έργα που παρακολουθήσαμε, η Χορωδία του Φεστιβάλ, σε διδασκαλία του Eberhard Friedrich, κράτησε σε εκστατικό ύψος το μέλημα ενός συλλογικού πρωταγωνισμού. Για τον «Λόενγκριν», μόνη νέα παραγωγή της περιόδου, ο Αμερικανός  σκηνοθέτης Yuval Sharon, που εκλήθη να σώσει την κατάσταση μετά την απόσυρση του διάσημου Άλβις Χερμάνις, προσάρμοσε το όραμά του στις γκρι μπλε αποχρώσεις των ουτοπικών σκηνικών και ενδυμασιών του ζεύγους ζωγράφων Neo RauchRosa Loy. Η αντίθεση του πορτοκαλί σηματοδοτούσε την εκσυγχρονιστική εισβολή του Λόενγκριν, που ευαγγελίζεται τον … εξηλεκτρισμό  της Βραβάντης ως άλλος … Λένιν στην ΕΣΣΔ (sic)! Παραβλέποντας όμως αυτά, καθώς και τον συνολικά τραχύ κόμη Τέλραμουντ του βαρυτόνου Tomasz Konieczny, η παράσταση κυριαρχήθηκε ευεργετικά από την εξαϋλωμένη ανάταση της διεύθυνσης του Christian Thielemann, που με τον «Λόενγκριν»  εξεμέτρησε τα άπαντα του Βάγκνερ για το Μπαυρώιτ. Σε εντελώς προσωπική κλάση ερμήνευσε τον λευκό ιππότη ο Πολωνός τενόρος Piotr Beczala, αποδεχθείς να αντικαταστήσει τον ακαίρως αποσυρθέντα Ρομπέρτο Αλάνια. Φραστική, αναπνοή, ηχόχρωμα, ευκρίνεια, υποκριτικό ήθος καθιέρωσαν την προσωπογραφία του. Συγκινητικός υπήρξε και ο ευπρεπής αποχαιρετισμός στην Όρτρουντ από την ακατάβλητη Waltraud Meier πλάι στη σχετικά αμέτοχη Έλζα της Ελληνογερμανίδας ντίβας Anja Harteros.

       Η τελευταία επάνοδος του «Ιπτάμενου Ολλανδού» (3/08), υπό την ξηρή διεύθυνση του Axel Kober και με νοικοκύρεμα του trash στοιχείου στην αντικαπιταλιστική σκηνοθεσία του Jan Philipp Gloger, απέκτησε, πλάι στον έξοχο Έρικ του Κροάτη τενόρου Tomislav Mužek,  έναν αδρό Ολλανδό (John Lundgren), ένα πληθωρικό τιμονιέρη (Rainer Trost) και, κυρίως, τον βαθύφωνο Peter Rose, που σκιαγράφησε ένα Ντάλαντ αναδυόμενο απολαυστικά από την  παράδοση της «heitere Oper»…