του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Γιόνας Κάουφμαν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Μαρία Κάλλας στο … Μόντε Κάρλο
Δεν παρακολουθήσαμε την ανταπόκριση σοβαρού Ελληνικού τηλεοπτικού διαύλου, αλλά η σύγχρονη τεχνολογία επέτρεψε σε φίλο να μάς την προωθήσει αυτούσια από το Λονδίνο. Αφορούσε πρόσφατη εκδήλωση γκαλά βραβεύσεων, που αξιοποίησε, για 5η φορά, την επωνυμία τής πλέον επώνυμης των υψιφώνων, της Μαρίας Κάλλας, προκειμένου να ενισχυθεί συναυλία στην Salle Garnier τού Μόντε Κάρλο, «αδελφό» λυρικό θέατρο τού ομωνύμου των Παρισίων. Σε αυτήν, η πλέον προβαλλόμενη συμμετοχή ήταν εκείνη διακεκριμένης 88χρονης σταρ τής ελαφράς μούσας, διενεργήθηκε απονομή βραβείων Κάλλας στην ίδια και άλλους μη οικείους μας, ως προφανώς μη συνδεόμενους με την όπερα, ενώ, ως κορωνίδα, το γεγονός προσέφερε μ.ά. λυρικές φωνητικές επιδόσεις γνωστού μάνατζερ δημοσίων σχέσεων! Όλα αυτά υπό την αιγίδα και την παρουσία τού πρίγκιπα Αλβέρτου τού Μονακό, στο όνομα και με φωτογραφία τής Κάλλας!
Σε εμάς, ως πραγματευθέντες εκτενώς το «τιμώμενο» πρόσωπο, συναναστρεφόμενους από δεκαετιών οικείους, ομοτέχνους και κληρονόμους της και υπηρετούντες θεσμούς που ανατρέχουν σε Εκείνην, όπως το Σωματείο «Υποτροφίες Μαρία Κάλλας», ή μαθήτευσε σε αυτούς, όπως το «Ωδείον Αθηνών», δεν παραμένει αμφιβολία ότι η Divina, που σημειωτέον ελάχιστα διακρινόταν για το χιούμορ της αναφορικά με την τέχνη που υπηρέτησε, θα είχε εγείρει σοβαρές αντιρρήσεις έναντι παντός εμπλεκομένου στην συγκεκριμένη επ’ ονόματί της διοργάνωση. Πολλώ μάλλον που από τα ρεπορτάζ απουσίαζε ή υποβαθμίσθηκε απολύτως μνεία βραβευόμενου νέου λυρικού καλλιτέχνη, σε ένα πλαίσιο μουσικού και λοιπού crossover, που είναι βέβαιο ότι η ίδια ουδέποτε θα διανοείτο να τεθεί υπό την δική της καλλιτεχνική σκέπη!…
Είναι όμως μεμονωμένη η δυσαρμονία που περιγράψαμε ή και ο -«καλός»- καλλιτεχνικός κόσμος την ενισχύει, ενίοτε ανεπιγνώτως; Αν και τηρουμένων των χαωδών δυσαναλογιών τού ως άνω θεάματος με την επανεμφάνιση τού Jonas Kaufmann στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στις 9 Φεβρουαρίου, η δυσάρεστη επίγευση ορισμένης υποβάθμισης και αυτής της πολυαναμενόμενης ατομικής συναυλίας μάς συνοδεύει. Ακόμη περισσότερο επειδή ο τενόρος εκπροσωπεί στην παγκόσμια μουσική συνείδηση ένα υπόδειγμα καλλιτεχνικής σταδιοδρομίας και ακεραιότητας, που επιβραβεύει το απανταχού ακροατήριό του και επισφράγισαν οι ουρανομήκεις επευφημίες τού αθηναϊκού κοινού τής αίθουσας «Χρήστος Δ. Λαμπράκης».
Με δεδομένη την ελλιπή γενναιοδωρία παλαιότερης παρουσίας του στον ίδιο χώρο, οι 4 μόνον άριες που προσέφερε στο κοινό, από την «Τζοκόντα», την «Κάρμεν», την «Τόσκα» και τον «Αντρέα Σενιέ», αποκλειστικά στο πρώτο μέρος τής βραδιάς, υπό την εξαιρετικά προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις του μουσική διεύθυνση τού αρχιμουσικού Jochen Rieder, επικεφαλής τής Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, ενσωμάτωσαν μεν αγαπημένες ποιότητες τής τέχνης του, όπως η κουλτούρα τού σιγανού τραγουδιού, με σαρκώδη piani και μουσικότατες κλιμακώσεις και αποκλιμακώσεις φράσεων, αλλά δεν χόρτασαν το «πεινασμένο» κοινό. Η δυσφορία αυξήθηκε μετά το διάλειμμα, όταν εγκαταστάθηκε μικρόφωνο όχι μόνο για τα μάλλον αδιάφορα κινηματογραφικά «σουξέ» που ολοκλήρωσαν το επίσημο πρόγραμμα, αλλά ακόμη και για τις άριες οπερέτας, που, αν δεν απατώμεθα, δεν απαιτούν παρόμοια ενίσχυση, και μάλιστα για καλλιτέχνη τού διαμετρήματός του…