του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Αναλύοντας τη συνταγή δημιουργικής ανανέωσης, με την οποία ο σκηνοθέτης Christof Loy φιλοτέχνησε την παραγωγή της «Τόσκα» για την Εθνική Όπερα της Φινλανδίας, εστιάζουμε πρωτίστως στην τόλμη του να υπηρετήσει την ψυχολογική εμβάθυνση με δόκιμα μέσα και παραλλήλως προς το ιστορικό, λογοτεχνικό και δραματουργικό υπόβαθρο του μελοδράματος του Πουτσίνι. Όχι ως άσκηση διανοητικού ναρκισσισμού, αλλά ως στοιχείο λειτουργικής ενδυνάμωσης και εύλογου εμπλουτισμού της πλοκής. Υπό αυτήν την έννοια απευθύνθηκε σε ζητούμενα του σκληρού πυρήνα των μελομανών ακροατών, για τους οποίους η λατρεία της λεπτομέρειας, ακόμη και της εκζήτησης, συνυπάρχουν με τη δίψα για αισθητική και ενσυναίσθηση.
Στην παραγωγή αυτή, υπό την πάλλουσα μπαγκέτα του δοκιμασμένου Patrick Fournillier, τόσο η σκηνογραφία όσο και η ενδυματολογία (αμφότερες με την υπογραφή του Christian Schmidt) δεν αξιοποιούνται, ως συνήθως, για μετατόπιση της πλοκής, αλλά μάλλον για τη διεύρυνση του χωροχρονικού πλαισίου της ισχύος της. Η Ρώμη και οι ιστορικοί χώροι της δράσης δηλώνονται χωρίς απεικονιστική εμμονή, αλλά με ισχυρό το χαρακτηριστικά καταπιεστικό, μνημειακό τους στίγμα. Από την άλλη πλευρά, η θεαματική σκηνή του Te Deum αθροίζει σε ένα εντυπωσιακό tableau vivant ανθρώπους του σήμερα, αστούς του 19ου αιώνα, αλλά και λευκοντυμένους νεαρούς ευγενείς της προεπαναστατικής εποχής, ως υπόμνηση του δύοντος αριστοκρατικού κόσμου, σοκαρισμένου και ανίσχυρου απέναντι στην ωμή βία ενός καθεστώτος που ψυχορραγεί. Αλλά και στο επίπεδο της διδασκαλίας, ήδη το μεγάλο ερωτικό ντουέτο εκτυλίσσεται με δυσεύρετη φυσικότητα. Η ζηλότυπη εκδηλωτικότητα τής αψίκορης Φλόρια, σε μιαν εντυπωσιακής πληρότητας προσωπογραφία από την Λιθουανή υψίφωνο Ausrinė Stundytė, λειτούργησε αντιστικτικά προς τον γοητευτικό εραστή της, τον πραγματιστή επαναστάτη Μάριο, όπως τον ενσάρκωσε ο δωρικής αρρενωπότητας, σφαιρικά ακέραιος Ιταλός τενόρος Andrea Carè. Επιπλέον δε η αξιοποίηση του χειμαρρώδους Φιλανδού μπασοβαρυτόνου Tuomas Pursio ως νέου, δυναμικού και επικίνδυνα ελκυστικού Σκάρπια, κάτι μεταξύ Ντον Τζοβάννι και κινηματογραφικού βρικόλακα, εμπλούτισε καθοριστικά τη σύνθετη τριγωνική σχέση της όπερας, αναδεικνύοντας σε πραγματική tour de force το ψυχωσικό, δημόσιο ερωτικό παραλήρημα του βαρώνου διαρκούσης της επινίκιας δοξολογίας.
Η ψυχαναλυτική λεπτολογία εκτείνεται και σε βοηθητικά πρόσωπα, τόσο τα υπαρκτά στην όπερα, όπως ο εξαίρετος Σπολέττα (Matias Haakana), άβουλο άθυρμα του απρόβλεπτου και βίαιου κυρίου του, όσο και ο υπηρέτης του Μάριο, ο Τζεναρίνο (Alvari Stenbäck), που ανέσυρε ο Λόυ από το ομώνυμο θεατρικό έργο – βάσης της όπερας, τού Victorien Sardou. Στο πνεύμα αυτό, η βωβή αλλά ζωηρή παρουσία του διεύρυνε τη νεοκλασική συμμετρία του αρχετύπου, αφού τόσο ο ενθουσιώδης έφηβος στην 1η πράξη (στο θεατρικό του Σαρντού τον υποδυόταν γυναίκα) όσο και ο οικτίρμων δεσμοφύλακας (Henri Uusitalo) στην 3η γίνονται εξομολόγοι των ερωτικών μονωδιών του ήρωα, επιτείνοντας πιστευτά το ήδη αφόρητο συγκινησιακό φορτίο.
Σε κάθε περίπτωση, η αντιπαράσταση στην β’ πράξη υπήρξε το επιστέγασμα της παραγωγής. Η εντεινόμενη ψυχολογική και σωματική βία του αστυνομικού απέναντι στην Τόσκα, η σταδιακή αποδόμηση της περίτεχνης κόμμωσης και η βάναυση απογύμνωση που μετατρέπει τη ντίβα σε κακοποιημένο θύμα, βρήκαν τη συγκλονιστική κορύφωσή τους στην προσευχή «Vissi d’ arte». Στην ανάγνωση του Λόυ αυτή η δήθεν παραδειγματική δραματουργική αστοχία του Πουτσίνι αναδεικνύεται σε κόμβο μετάπτωσης της ηρωίδας στην παραφροσύνη. Έτσι η άρια μεταλλάσσεται σε σύντομη σκηνή τρέλας, με άδειο βλέμμα και μηχανικά βήματα απεγκλωβισμού από τον εναγκαλισμό του δυνάστη. Αλλά και για τον ίδιο τον σκλάβο του πάθους Σκάρπια είναι η ώρα της οδυνηρής συνειδητοποίησης ενός σημείου χωρίς επιστροφή, συγκλονιστικά αποτυπωμένη στο πρόσωπο του ερμηνευτή, που ενισχύει την τραγικότητα του απεχθούς χαρακτήρα. Ο Λόυ απέδειξε επιτέλους ότι και εδώ ο Πουτσίνι, συνειδητά ή ασυνείδητα, γνώριζε καλύτερα. Chapeau!