του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Δεν είχαμε παρακολουθήσει συναυλία υπό την διεύθυνση τού γεννημένου και μεγαλωμένου στη Στουτγάρδη Έκτορα Ταρτανή. Ούτε οδεύσαμε προς το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, το βράδυ τής 2ας Δεκεμβρίου, με τις προσδοκίες που συνδέει κάποιος τόσο με τη νεανική βράβευσή του στον παγγερμανικό διαγωνισμό «Jugend musiziert» όσο και με την πρόσφατη εκείνη, του 2021, στον «Διεθνή Διαγωνισμό Χατσατουριάν Διεύθυνσης τής Ορχήστρας». Απαιτήθηκε δε να διατρέξουμε το βιογραφικό τού προγραμματικού δελταρίου τής βραδιάς, προκειμένου να ενημερωθούμε για την μακρά μαθητεία του πλάι στον μέντορά του Θεόδωρο Κουρεντζή, του οποίου υπήρξε βοηθός στο Φεστιβάλ Σάλτσμπουργκ 2019 για την όπερα του Μότσαρτ «Η Επιείκεια τού Τίτου» στην αμφιλεγόμενη παραγωγή τού Πίτερ Σέλλαρς. Χρονιά που, παρεμπιπτόντως, τον βρήκε και στην Όπερα τού Περμ να διευθύνει τη «Λουτσία Ντι Λάμερμουρ» στην ιδιαιτέρως ενσυναισθηματική, παρθενική μελοδραματική σκηνοθεσία τού Κωνσταντίνου Κοντοχρήστου.
Μέσα σε ελάχιστα λεπτά από την έναρξη τής συναυλίας αντιληφθήκαμε ότι στον Κουρεντζή δεν παρέπεμπε απλώς ο ενδυματολογικός κώδικας τού αρχιμουσικού, αλλά και, κυρίως, η ακρίβεια της μουσικής του επίδοσης σε ένα πρόγραμμα που μάς εντυπωσίασε με την τόλμη του, αποκλειστικά κλασικής και πρώτης ρομαντικής εποχής! Από τα πρώτα κιόλας μέτρα τής εναρκτήριας 95ης συμφωνίας τού Χάυντν διαπιστώσαμε μια χαρισματικά σωματοποιημένη μουσική διεύθυνση, με πνευματώδη και πειθαρχημένη χαλαρότητα και με βίωση τής μουσικής ροής που έμοιαζε να αναβλύζει κατευθείαν από την πηγή τής ευρηματικής, κομψής, αλλά και ζωηρής παρτιτούρας. Σπάνια έχουμε απολαύσει δια ζώσης Χάυντν παρόμοιας αβρότητας και ανάλυσης, πραγματικό χάρμα ρυθμικής διαχείρισης και πειστικής ιδιωματικότητας, με την ΚΟΑ να ανταποκρίνεται με αξιοθαύμαστη πλαστικότητα στις υποδείξεις τής μπαγκέτας, εύστοχης και στους μπετοβενικούς υποτονισμούς τού τελικού vivace.
Υψηλού επιπέδου και η ερμηνεία τού συχνά υποτιμώμενου κοντσέρτου για δύο πιάνα και ορχήστρα τού Μότσαρτ, μάθημα φωτεινής και στιλπνής διαλεκτικής τού πόντιουμ με τους διακεκριμένους σολίστ, τον δάσκαλο Pavel Gillilov και την μαθήτριά του Αγάπη Τριανταφυλλίδη. Κρατούμε ζωηρά στη μνήμη μας τον νεαρό Γκίλιλοφ της δεκαετίας του 1980, που γνωρίσαμε από τις ραδιοφωνικές του εγγραφές για την WDR τής Κολωνίας, με τον ρόλο του να αποδεικνύεται διακριτικά καταλυτικός για την εκστατική εσωτερικότητα και τον δαντελένιο δακτυλισμό στο κεντρικό andante, χωρίς ουδέ καν υποψία ρομαντικών επιχρισμάτων.
Μετά το διάλειμμα ο Ταρτανής μάς χάρισε μιαν επιτελικά οργανωμένη, στιβαρή 5η Συμφωνία του Μπετόβεν, με ταχέα αλλά διόλου μηχανικά τέμπι και την αρμόζουσα φαταλιστική τραγικότητα στην εμβληματική πρώτη κίνηση. Όπως και στον Μότσαρτ που προηγήθηκε, έτσι και εν προκειμένω, η προσωπική του εσωτερίκευση τής μουσικής και των ανεπαίσθητων ή κραυγαλέων χειρονομιών της συνέχισε να συναρπάζει. Με επικαιροποιημένη τοσκανίνεια σφοδρότητα, χωρίς ίχνος αγωγικής αμηχανίας, κύλισε και το andante con moto, κινητικό, εμπροσθοβαρές, με προμηθεϊκή διάσταση αντίστοιχη των εξωτερικών κινήσεων. Η συνεχούς ροής σύνθεση των αλλεπάλληλων allegro οδήγησε από το μυστήριο τού πρώτου στον αλαλαγμό θριάμβου τού δεύτερου δικαιώνοντας επιπλέον και τις ριψοκίνδυνες μετρονομικές επιταγές του συνθέτη.