Φάουστ  του Γκουνώ – Επιστροφή στην ΕΛΣ με δομικά προβλήματα

23

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

       Είχαμε παρακολουθήσει τον «Φάουστ» του Charles Gounod στην παραγωγή του Renato Zanella κατά την σειρά παραστάσεων από τις 20 έως τις 29 Ιανουαρίου 2012 στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και την είχαμε χαρακτηρίσει ως λυρικό γεγονός της περιόδου, χωρίς επηρεασμό λόγω της 18ετούς απουσίας του έργου από το δραματολόγιο, αφού είχε προηγηθεί, στον ίδιο χώρο, αναμετάδοση παραγωγής από τη Μετ, θέτοντας πήχυ αξιολόγησης.

Με αυτά τα δεδομένα, η επιστροφή μας στην αναθεωρημένη από τον Τζανέλλα παρουσίασή του, στην αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (9 Απριλίου), με σκηνογράφο τον Alessandro Camera και ενδυματολόγο την Carla Ricotti, αλλά με φωτισμούς του Jacopo Pantani, αντικαταστάτη του εγνωσμένης αισθαντικότητας  Vinicio Chelli, υπήρξε εντόνως αντικλιμακτική εμπειρία. Ίσως επειδή η περαιτέρω επεξεργασία μιας ήδη τόσο επιτυχημένης παραγωγής  διακινδυνεύει την διατάραξη της ευσταθούς ισορροπίας των συστατικών της. Ίσως πάλι επειδή η προσαρμογή σε νέο χώρο παρουσίασης αποτελεί πιο περίπλοκο εγχείρημα του αναμενομένου. Σε κάθε περίπτωση, η αντιστοίχως επιτελική συμβολή του αρχιμουσικού Pierre Dumousseau  αποδείχθηκε επίσης μάλλον απογοητευτική. Η άνευρη και αμήχανη διεύθυνσή του αποκαλύφθηκε ήδη από την βασανιστικά αργή εισαγωγή στο πρελούδιο και την εκβολή της σε ρυθμικά διεκπεραιωτική άνθιση της μελωδίας του Βαλεντίνου στην πρώτη της εμφάνιση. Για το λιποβαρές και απείθαρχο αποτέλεσμα στο χορωδιακό «Vin ou bière» συνυπεύθυνη ήταν ίσως η υποστελέχωση της χορωδίας του Θεάτρου, που παρέμεινε και αυτή, όπως εξάλλου κατ’ εξοχήν οι μονωδοί της διανομής την οποία παρακολουθήσαμε, αδιαλείπτως έκθετη στο έλλειμμα ενσυναίσθησης της τάφρου με τα σκηνικά δρώμενα.

Έστω και χωρίς πόλο σύγκρισης τον Μεφιστοφελή του Paata Burchuladze της αρχικής αναβίωσης, που είχε τότε αντιμετωπίσει ο βαθύφωνος Τάσος Αποστόλου, ο ομόφωνός του Πέτρος Μαγουλάς κατέγραψε όρια προβολής της φωνής στο εισαγωγικό «Le veau d’or», τουλάχιστον στο πλαίσιο ακουστικής της συγκεκριμένης αίθουσας που τον ευνοούσε μόνον από το προσκήνιο. Ο έτερος «επιζών» της πρώτης παρουσίασης, ο βαρύτονος Διονύσιος Σούρμπης ως Βαλεντίνος, εκλεκτής σχολής όπως οι προαναφερθέντες, επίσης στερείται εύρους δραματικού βαρυτόνου που απαιτεί, παράλληλα με τη λυρική γραφή του, ο συγκεκριμένος χαρακτήρας. Ο τενόρος Ivan Magri σκιαγράφησε έναν συνολικά θολό Φάουστ, με έλλειμμα άρθρωσης και ηχοχρωματικής αγνότητας σε συγκεκριμένες περιοχές της φωνής, παρά την ατρόμητη λάμψη στις στρατοσφαιρικές πτήσεις της καβατίνας. Ακόμη όμως και η φωνογενής υψίφωνος Irina Lungu, σφαιρικά προορισμένη για τη Μαργαρίτα, απέτυχε να την ζωντανέψει, με το πόντιουμ να της στερεί απαραίτητα εναύσματα αποχρώσεων, μεταξύ άλλων σε σελίδες όπως η μπαλάντα του Βασιλιά της Θούλης και η παιγνιώδους φιλαρέσκειας άρια των κοσμημάτων. Λόγω περιορισμών στη χαμηλή περιοχή ο Ζήμπελ της Μιράντας Μακρυνιώτη προσπέρασε την ευκαιρία του, σε αντίθεση με τη στιβαρή Μάρθα της Άννας Αγάθωνος. Η κορυφαία επίδοση της παράστασης πάντως εστιάσθηκε στον Φαύνο του χορευτή της ΕΛΣ Ίγκορ Σιάτζκο, που διατήρησε επίπεδο σε σχέση με τα ήδη εξαίρετα εν έτει 2012 σόλι του!