Φεστιβάλ Bayreuth 2025

4

τού Κυριάκου Π. Λουκάκου

 

Προλεγόμενα σε ένα ακόμη «προσκύνημα»

       Μια ιδιαίτερη, ευεργετική και διαχρονική, παράμετρος τού Φεστιβάλ της μικρής Βαυαρικής «πανεπιστημιούπολης και φεστιβαλικής πόλης» τού Bayreuth, που αξίζει, φρονούμε, να αναδείξουμε, ιδίως  για αναγνώστες που δεν το έχουν εισέτι επισκεφθεί, αλλά παρακολουθούν τις απευθείας μεταδόσεις τού πρώτου κύκλου παραστάσεων κάθε χρόνο από την συχνότητα τού Γ’ Προγράμματος τής ΕΡΑ  (τις υπηρετήσαμε και οι ίδιοι για μία επταετία περίπου), είναι η πληθώρα προσφερόμενων περιοδικών και εφημερίδων, διαθέσιμων και στα ξενοδοχεία ακόμη, σε εξαιρετική εκτύπωση και με διαφωτιστικές συνεντεύξεις καλλιτεχνών και λοιπών συντελεστών των παραστάσεων, που ουδεμία σχέση έχουν με επιφανειακά, οιονεί διαφημιστικά, δελτία τύπου της ημεδαπής. Αντισταθμίζοντας σε ορισμένο βαθμό την απουσία υπερτίτλων στις παραστάσεις, ενώ προετοιμάζουν για την αντιπαράσταση με τη βαγκνερική δημιουργία! Συμβάλλουν δε, με τον δικό τους τρόπο, στην  εντεινόμενη απόστασή μας από την θεατρική διάσταση μουσικοδραματικών γεγονότων, ακόμη και σε αυτό το Φεστιβάλ, με απαράμιλλου βάρους και ανταποδόσεων μυθολογία.

   

Στο Festspielhaus πριν την παράσταση – φωτο Κυριάκος Λουκάκος

Γιατί οι οχληρές ενατενίσεις σκηνοθετών που παράγουν -με δημόσιο χρήμα- θεάματα αδιάψευστα δηλωτικά ναρκισσιστικής άγνοιας, την οποία αντιπαρέρχονται ως δήθεν τολμηροί ιδεολογικοί «παπαρολόγοι», πυκνώνουν ακόμη και σε χώρους που θα όφειλαν να προασπίζονται ίδια «άβατα». Χώροι στους οποίους, όπως εν προκειμένω, επανερχόμαστε επί 22 χρόνια, ακριβώς επειδή, με τον δικό τους μυστικό και σιωπηλό τρόπο, εξακολουθούν να εκπέμπουν τη μαγεία τής πανανθρώπινα ομφάλιας ταυτότητάς τους. Δεν είμαστε οι μόνοι ασφαλώς που, κάθε φορά, ανηφορίζοντας την Siegfried-Wagner-Allee, βρισκόμαστε έκθετοι στην οπτική επιβολή τού Festspielhaus, όπου, από το 1876, φιλοξενείται ο εγκεκριμένος γι’ αυτό «index» έργων τού Richard Wagner, χωρίς ευτυχώς ορατή την προοπτική ενός «Wagnerdämmerung» (βαγκνερικού «λυκόφωτος») που ηθικολόγοι της Μουσικής ίσως ονειρεύονται, αλλά -φρονούμε- ματαίως.  

     

Meistersinger in Bayreuth 2025 – head photo by Enrico Nawrath

Με παρόμοιους λογισμούς, ανηφορίσαμε προς το γραφείο τύπου τού Θεσμού, που διευκολύνει με φιλική συνέπεια την επικοινωνία και την παρουσία μας σε παραστάσεις της επιλογής μας. Ευχάριστη ιδιαιτερότητα τής εφετινής επίσκεψής μας αποτέλεσε τυχαία συναλλαγή μας με την κα Friederike Emmerich,  αποκλειστικά υπεύθυνη, μετά τον θάνατο τού συζύγου και προκατόχου της, τής απαιτητικής αυτής δομής, που μάς αποκάλυψε την ταυτότητά της μόνον  όταν επικαλεσθήκαμε το όνομά της στο γκισέ παραλαβής των δελτίων εισόδου και τού έντυπου υλικού των παραστάσεων, όπου η ίδια μάς εξυπηρετούσε. Η επαφή αυτή μάς εξέπληξε περαιτέρω ευχάριστα, όταν διερωτηθήκαμε αν οι εφετινοί προγραμματικοί τόμοι περιείχαν νέα κείμενα σε σχέση με τους περυσινούς, ώστε, σε αντίθετη περίπτωση, να μην τούς συναποκομίσουμε στο αεροπορικό ταξίδι της επιστροφής. Ε, λοιπόν, η Προϊσταμένη ενός από τα πλέον βεβαρημένα γραφεία τύπου της υφηλίου δεν μάς άφηνε να απομακρυνθούμε, προτού μάς μεταφέρει, μετά από επίμονη ερώτηση σε πολλούς συνεργάτες της και σε διάφορα γραφεία εκτός τού οπτικού μας πεδίου, την ασφαλή πληροφόρηση για το όντως ανανεωμένο περιεχόμενο των κειμένων!  Και αυτό παρά την προσπάθειά μας να αποτρέψουμε την υπόνοια κατάχρησης τού χρόνου της λίγα μόλις λεπτά πριν την έναρξη τής παράστασης! Λεπτομέρειες; Δεν νομίζουμε…

 

«Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης» σιωπηρής υπονόμευσης στον Πράσινο Λόφο

   

   Η ενασχόλησή μας με το Γραφείο Τύπου τού Φεστιβάλ Μπάυρώιτ  υπηρετεί μια μείζονα -κατά την αντίληψή μας- επισήμανση, ήτοι να τονισθεί αφ’ ενός η αξία ασφαλών και στέρεα δομημένων λειτουργικών πλαισίων μέσα στο χρόνο και αφ’ ετέρου η -αυστηρά υπό τις ως άνω προϋποθέσεις- προστιθέμενη αξία που εισφέρουν σε αναμφισβητήτως καθιερωμένους θεσμούς.

    Έναν τέτοιο -έστω και επινοημένο- θεσμό θέτει στο επίκεντρο της προβληματικής του και ο ποιητής Richard Wagner στο ιδεολογικά πλέον σημαντικό έργο του, τους μακροσκελείς «Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης», οργανώνοντας μια σύμπραξη μεσαιωνικών επαγγελματικών συντεχνιών για την καλλιέργεια της ωδικής τέχνης. Κεντρικό πρόσωπο στο έργο ο υπαρκτός Hans Sachs, ένας από αυτούς, αλλά και ανανεωτής ανάμεσά τους, ικανός να αναγνωρίσει το αυτοφυές τάλαντο ενός περιπλανώμενου ιππότη και να τον βοηθήσει να προαχθεί σε αρχιτραγουδιστή, έστω και για τα μάτια της κοπέλας που έχει ορισθεί από τον σεβαστό πατέρα της ως έπαθλο τού σχετικού διαγωνισμού. Όταν ο  νεαρός, μετά την επικράτησή του απέναντι στο νεκρό φορμαλισμό τού ανταγωνιστή του, αρχικά αποποιείται την τιμή, είναι ο κατά Βάγκνερ Ζαξ που, αναφερόμενος στην «άγια Γερμανική τέχνη» και τη σημασία της στην ιστορική διαδρομή ενός έθνους, μεταπείθει εκείνον και αποθεώνεται από την χορωδία για την τιμή που εισηγείται προς τους «μαΐστορες» (για να θυμηθούμε και εμείς τον βυζαντινό όρο)…

   

Meistersinger in Bayreuth 2025 – photo 3 by Enrico Nawrath

Με δεδομένη την οχληρά υποστηρικτική προς τον Ναζισμό επιβάρυνση τού Φεστιβάλ κατά την περίοδο ηγεσίας τής Βρεττανής (!) Winifred Wagner, ο σκηνοθέτης τής νέας παραγωγής των «Αρχιτραγουδιστών» Matthias Davids δεν αρκέσθηκε σε μια χρονικά ρευστή και αισθητικά συζητήσιμη μεταφορά της πλοκής, που ο ίδιος χαρακτήρισε «μη πλήρως σύγχρονη…χωρίς στόχευση ομοιομορφίας» και με μόνο στόχο «παλμό και θέαμα», αλλά παρερμήνευσε επιπλέον το έργο ως «κατ’ εξοχήν Γερμανικό», εστιάζοντας σε αυτήν που ο ίδιος αντιλαμβάνεται ως «μεταμόρφωση τού Ζαξ σε εθνικιστή» στην τελική σκηνή και στη βάση της συνηγορίας του στην οργανωμένη και θεσμική υπηρέτηση της Τέχνης! Μια άποψη που σχηματοποίησε σκηνικά με την -σιωπηρή αλλά κραυγαλέα- εμμονή τού ιππότη στην περιφρόνηση των Αρχιτραγουδιστών και στην εγκατάλειψή τους από το ερωτικό ζευγάρι! Η καίρια αυτή απόκλιση από το πνεύμα και τις σκηνικές οδηγίες τού ποιητή και μουσουργού -με τον αυτουργό της μάλιστα να κομπάζει ότι την μετήλθε χωρίς παρέμβαση στον αδόμενο λόγο- σε εποχές δε που συνεκτικοί αρμοί της κοινωνίας αμφισβητούνται, μάς ενόχλησε περισσότερο και από την τεράστια πλαστική αγελάδα που, κρεμασμένη από την οροφή, υπερκάλυπτε την Festwiese, με πηγή έμπνευσης την -καθιερωμένη ως εμπορικό σήμα- «vache»   εταιρείας κρεμώδους τυριού. Συνοψίζοντας και παρά την φιλότιμα δημιουργική σκηνογραφία τού Andrew D. Edwards, ιδίως στις δύο πρώτες πράξεις, η παραγωγή υστερούσε σημαντικά τόσο της παλαιάς συμβατικής εκείνης τού Wolfgang Wagner τής δεκαετίας τού 1980 όσο και των πιο πρόσφατων, τής Katharina Wagner και της αναχωρητικής, εμπνευσμένης από τον αντισημιτισμό, εκείνης τού Barrie Kosky, που έχουμε παρακολουθήσει in loco! 

 

Από τους «Αρχιτραγουδιστές» στον «Λόενγκριν»

       Με τα υπονομευτικά σκηνοθετικά δεδομένα που περιγράψαμε, το μουσικό μέρος τής παράστασης παρέμεινε στο οικείο για το Φεστιβάλ Μπάυρώιτ υψηλό επίπεδο, με συνεκτικό παράγοντα, γι’ αυτό το μακράς διαρκείας έργο, τον αρχιμουσικό Daniele Gatti. Συντηρούμε με συγκίνηση στη μνήμη μας έναν από τους πολλούς διαλόγους διακοπών, στο πολύπαθο Αττικό Μάτι της νιότης μας, με τον συχνό παραθεριστή Armando Gatto, έγκριτο αρχιμουσικό τού Teatro alla Scala τού Μιλάνου, που με την οικεία για όσους τον γνώρισαν ιπποτική έμφαση λόγου ξεχώριζε ανάμεσα στους τότε ανερχόμενους ομοτέχνους του τον «νεαρό Gatti». Τα χρόνια πέρασαν για πρόσωπα και τόπους και ο ώριμος πλέον Ιταλός επιβεβαίωσε την εκτίμηση τού Γκάτο και την δική του αδιόρατη αλλά ασφαλή κυριαρχία στον εκτεταμένο ιστό της μουσικής γραφής τού Βάγκνερ, αποφεύγοντας να βαρύνει με εμφάσεις την παρτιτούρα, που συχνά ανέδειξε με λεπτότητα δωματίου, αν και μάς έλλειψε, σε ορισμένο βαθμό, η τυπικά Γερμανική πυκνότητα που αναγνωρίζουμε στη σχολή προέλευσης τού συνθέτη ως ιδιωματική ερμηνευτική αρετή.

Piotr Beczala as Lohengrin_©Enrico Nawrath_press

Η ελαφράδα που περιγράφουμε υπηρετήθηκε και από τον πρωταγωνιστή της όπερας στο πρόσωπο τού βαθυφώνου  Georg Zeppenfeld, ερμηνευτή με υψηλή αίσθηση των αξιών τού αδόμενου λόγου, αλλά φωνή ελαφρύτερη από εκείνην που προκρίνουμε για το κύρος που οφείλει να εκπέμπει η πατριαρχική -κατά Βάγκνερ- φυσιογνωμία τού Hans  Sachs. Αυτό οδήγησε σε διαχείριση φωνητικής οικονομίας εκ μέρους τού καλλιτέχνη, με επικέντρωση της πλήρους φωνητικής του επιστράτευσης στους δύο μονολόγους τού χαρακτήρα, το κουϊντέτο της γ’ πράξης και τη μεγάλη τελική σκηνή. Αντιθέτως, ο νεοεισερχόμενος στο βαγκνερικό σύμπαν, οικείος μας ως baritenore, Michael Spyres, προερχόμενος από τον δεξιοτεχνικό αντίποδα τού Belcanto, πλημμύρισε με τονική θέρμη και αξιοσημείωτα γερμανικά τον ρόλο τού νεαρού Ιππότη Walther von Stolzing, που κυριολεκτικά έστεψε με ένα μεθυστικό Preislied. Πλάι τους, όχι χωρίς αιχμηρότητες, έλαμψε νεανικά και στιβαρά η Eva της ανερχόμενης υψιφώνου  Christine Nilsson, που μάς αποζημίωσε με ακτινοβόλο συμβολή στο κουϊντέτο. Συμπερασματικά ήταν μια παράσταση συνόλου που δεν μάς απέστρεψε από νοσταλγίες μιας ευτυχώς τεκμηριωμένης δισκογραφίας και εν γένει ηχοληψίας.

Σημεία γήρανσης της ούτως ή άλλως συζητήσιμης παραγωγής τού Yuval Sharon, που συνέδεσε τον μεσαιωνικής πλοκής «Lohengrin» με την … ηλεκτροδότηση, ήταν προφανή στην αναβίωση της 6ης Αυγούστου που παρακολουθήσαμε. Μια παράσταση που κυριαρχήθηκε από τον τενόρο Piotr Beczała και την ερμηνεία του, σταθερής αναφοράς, στον επώνυμο ρόλο, με ιδεώδη, ευγενή γραμμή, σαρκώδη, ευσταλή ήχο και κρυστάλλινη άρθρωση.  Πλάι του η ενδιαφέρουσα Έλσα της Elza van den Heever, αλλά και ένα κατώτερο των περιστάσεων ζεύγος των «μοχθηρών», που απέτυχαν να αναφλέξουν την α’ σκηνή της β’ πράξης της όπερας που τούς ανήκει, ακόμη και με στήριγμα την μουσική διεύθυνση ενός Christian Thielemann, που επιβεβαίωσε μολαταύτα την εξέχουσα κλάση του στο μεγάλο φινάλε της, με την Ορχήστρα και Χορωδία τού Φεστιβάλ να προκαλούν ρίγη έξαρσης μυσταγωγικών διαστάσεων, όπως διαχρονικά τα αναγνωρίζουμε!

                              Αναδημοσίευση από την ΑΥΓΗ της Κυριακής 5, 12 και 19 Οκτωβρίου 2025