Σεόνγκ Τζιν-Τσο στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

27

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

Ας το ομολογήσουμε, όσοι δεν διαθέτουμε μνήμη εφήβου, ότι τα ονόματα καλλιτεχνών από την Άπω Ανατολή την δοκιμάζουν δυσανάλογα προς το καλλιτεχνικό διαμέτρημα όλο και περισσότερων από αυτούς. Το διαπιστώνουμε και για την περίπτωση τού γεννημένου στη Σεούλ Seong-Jin Cho, η ατομική βραδιά τού οποίου στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» (Φίλων της Μουσικής) στις 25 τού Οκτωβρίου αποτέλεσε μουσική εμπειρία, την ένταση της οποίας είχαμε πολύ καιρό να αισθανθούμε σε παρόμοια εκδήλωση. Αυτή η αίσθηση είχε ίσως σχέση και με την επί δεκαετίες πεποίθησή μας ότι η ακουστική χώρου διαστάσεων Φιλαρμονικής ήταν απρόσφορη για την επαρκή προβολή ενός ή ελαχίστων οργάνων, ακόμη και του πιάνου. Είτε πάντως, όπως με επιφύλαξη υποθέτουμε, ο ήχος ενισχύεται πλέον διακριτικά (τα κίτρινα και ερυθρά «λαμπάκια» στα κρεμαστά ηχεία οροφής εκτός απροόπτου ενισχύουν την εκτίμηση αυτή) είτε αυτό δεν συμβαίνει, το ακουστικό αποτέλεσμα στην επίλεκτη θέση του θεωρείου 10 που μάς παρασχέθηκε διασφάλισε  ευπρόσδεκτη αμεσότητα στην προβολή του ήχου, κυρίως δε σε εσωτερικότερες παραγράφους τής μουσικής.

Εν πάση περιπτώσει, η 34η από τις περίπου 60 σονάτες τού Franz Joseph Haydn, που εγκαινίασε το πρόγραμμα τού Κορεάτη δεξιοτέχνη στην Αθήνα, αποτέλεσε λυτρωτική λυδία λίθο τού ακουστικού αποτελέσματος που προαναφέραμε, κατ’ εξοχήν στην βαθυβίωτη αργή κίνηση, αλλά και στην δαντελένια ζωηράδα τού τελικού vivace molto αυτού τού τριμερούς κομψοτεχνήματος.

Χάυντν αλά Ravel για τη συνέχεια, εν αρχή ένα μενουέτο πάνω στο όνομα αυτού τού Γερμανού συνθέτη αναφοράς τής Ευρωπαϊκής μουσικής, με ένα toucher αντιστοίχως βελούδινο με της σονάτας που προηγήθηκε και σε λειτουργία εισαγωγής στον κόσμο τού Γάλλου μαιτρ, που εκπροσωπεί εμβληματικά την πικρή παραδοχή αποδόμησης ενός ιστορικού και μουσικού παρελθόντος. Ορεκτικό για τον πενταμερή πιανιστικό κύκλο «Miroirs» (Καθρέπτες)  που ο 19χρονος βιρτουόζος διαχειρίσθηκε με άκρα λεπτότητα για μουσικές απεικονίσεις, ορισμένες των οποίων έχουν πλησιάσει ευρύτερο κοινό χάρη στην ενορχήστρωσή τους. Ήταν μια τω όντι μαγική διαδρομή που νοηματοδότησε ατμοσφαιρικά αυτή την απατηλή και ευάλωτη στην αποστασιοποίηση μουσική, ρευστή και φευγαλέα, απαιτητικών ηχητικών αναλογιών και δομικών προκλήσεων. Αμίμητα ρωμανική η καταληκτική ανάκληση στις απόκοσμες «Καμπάνες», φάσματα μνήμης οιονεί πλατωνικών ιδεών ενός παράλληλου κόσμου ήχων και εντυπώσεων.

Το adagio αρ. κατ. Καίχελ 540, όπως και οι δύο φαντασίες, τού W.A.Mozart εκπλήσσουν με το προφητικό εκφραστικό βάθος τού ρομαντισμού που προαναγγέλλουν. Είναι ένα μέλλον αυτό, που μέσα από την οπτική ενός παρόμοιου Μότσαρτ, μοιάζει παράδοξα κοντινό με τα 3 σονέτα τού Πετράρχη που ακολούθησαν. Το κυριολεκτικά ευλαβικό κοινό για μια φορά απείχε από επευφημίες διευκολύνοντας τη διολίσθηση σε σελίδες τού Fr.Liszt, που ολοκλήρωσαν το επίσημο πρόγραμμα. Ένας Λιστ μυσταγωγικός, ποιητικός, νοσταλγικός για τα μέρη αυτά  από την «Ιταλία» των «Χρόνων Προσκυνήματος» και δαιμονιώδης για την φαντασία  οιονεί σονάτα «μετά από ανάγνωση τού Δάντη». Ως encore, ο νικητής του Διαγωνισμού Σοπέν πρόσφερε στους ενθουσιώδεις θεατές  -τί άλλο- ένα βαλς τού Fr.Chopin…