του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Γκαλά Βέρντι στο Καλλιμάρμαρο
Λόγος και αντίλογος
Η αναδρομή του πρώτου σχολιασμού της νέας περιόδου στις 10 Ιουλίου, ημερομηνία της φιλόδοξης μελοδραματικής βραδιάς που η Εθνική Λυρική Σκηνή αφιέρωσε εξ ολοκλήρου στον Τζουζέππε Βέρντι, μοιάζει να ανήκει σε ένα παρελθόν που δεν είναι αλλά φαντάζει μακρινό, ακριβώς λόγω της συνεχούς αναδιαμόρφωσης της περιρρέουσας πραγματικότητας. Για πολλούς που κατευθυνθήκαμε στο Καλλιμάρμαρο στάδιο της πρωτεύουσας, προκειμένου να απολαύσουμε επί ελληνικού εδάφους μια περίπου αδιανόητη συμπαράταξη καλλιτεχνικών δυνάμεων του μελοδράματος, συμπεριλαμβανομένων της Προέδρου της Δημοκρατίας, της Υπουργού Πολιτισμού και πολλών ακόμη προβεβλημένων της Αθηναϊκής κοινωνίας, η μνημειακής φιλοδοξίας συναυλία αποτελούσε την πρώτη μαζική και συντεταγμένη διακήρυξη επιστροφής στην περιπόθητη κανονικότητα. Για αρκετούς, ωστόσο, συνεπείς μελομανείς η αθρόα συρροή μυριάδων σε νεώτερο μνημείο αναφοράς του κλασσικού αθλητισμού λειτούργησε «προδοτικά» για την όπερα, με ορισμένους να ακυρώνουν εκ των προτέρων τη σημασία του γεγονότος, άλλοι με τη μομφή της μεγάλης δαπάνης έναντι ελάχιστου εγχώριου ανταποδοτικού αποτυπώματος και άλλοι λόγω της -κατ’ ανάγκην ισχυρής- ηλεκτρικής ενίσχυσης μονωδών ταγμένων σε τέχνη ασύμβατη με παρόμοιες παρεμβάσεις.
Αποτιμώντας ως σοβαρές αυτές τις επιφυλάξεις, οι ίδιοι κλίνουμε μολαταύτα προς μετριοπαθή θεώρηση των προσαρμογών που επέβαλε η υγειονομική πραγματικότητα. Σε περιόδους εγκλεισμού άλλωστε η διαδικτυακή πρόσβαση καλλιτεχνικών γεγονότων από κάθε γεωγραφική συντεταγμένη της υφηλίου δεν συνέτεινε απλώς στην αποφυγή στέρησης της σοβαρής μουσικής από την καθημερινότητά μας, αλλά και επέτρεψε, έστω και σε περιορισμένη κλίμακα, ώστε καλλιτέχνες κάθε επίδοσης και κατηγορίας να μην αποκοπούν εντελώς από την επαφή με την Τέχνη τους, την αναγκαία εκγύμνασή τους σε αυτήν και την αίσθηση ενός έστω και ιδεατού κοινού, αποδέκτη της δίψας τους για δημιουργία και την επικοινωνία της.
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι ανέκαθεν η προσαρμογή αποτελεί τον πρώτιστο αναγκαίο όρο επιβίωσης στη φύση και στη ζωή και χωρίς διόλου να απεμπολούμε την προσδοκία επιστροφής σε μια κοινωνική ομαλότητα που βλάσφημα ίσως βιαστήκαμε να θεωρήσουμε δεδομένη, τόσο οι φορείς και οι άνθρωποι των παραστατικών τεχνών όσο και οι συνοδοιπόροι τους οφείλουμε να αποδείξουμε ανάλογα αντανακλαστικά εξοικείωσης με τη νέα κατάσταση πραγμάτων, αν επιθυμούμε μια σχετικά αβλαβή διέλευση από την πολυεπίπεδη γενική δοκιμασία. Καταγράφοντας λοιπόν με νηφαλιότητα και ακρίβεια παραχωρήσεις κατ’ αρχήν ασυμβίβαστες με ένα είδος όπως η όπερα και μη παραιτούμενοι από την κατά το δυνατόν αποκατάσταση των όρων υπηρέτησής της σε εύθετο χρόνο, δεν παραβλέπουμε όμως αφ’ ενός μιαν ενδιαφέρουσα διεύρυνση οριζόντων της νέας εποχής και αφ’ ετέρου σημειακά συγκριτικά πλεονεκτήματα που προσπόρισε η παγκόσμια υγειονομική κρίση σε ένα καλλιτεχνικά περιφερειακό χώρο, όπως η Ελλάδα. Η ίδια η πραγματοποίηση εξάλλου της υπό συζήτηση συναυλίας θα ήταν δυσχερώς επιτεύξιμη στη χώρα μας υπό συνθήκες τρέχουσας λειτουργίας της παγκόσμιας καλλιτεχνικής αγοράς, οπότε και η ένταση της ζήτησής τους θα καθιστούσε απίθανη την παρουσία στη χώρα μας λυρικών διασημοτήτων, όπως αυτές που λάμπρυναν τον ιστορικό χώρο των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων της σύγχρονης ιστορίας…
«Άννα Νετρέμπκο και φίλοι» στην Αθήνα
Οι απόψεις για την Ιουλιανή σύμπραξη αστέρων υπό την θαλπωρή του Ελληνικού θέρους δεν περιορίσθηκαν στην λογική του σημαντικού γεγονότος, αλλά επεκτάθηκαν και σε πτυχές της πραγμάτωσής του, ευτυχώς δευτερεύουσες, όπως φερειπείν στον «σχεδιασμό φωτισμών» του Γιώργου Τέλλου, που άλλοι εκτίμησαν περισσότερο από εμάς. Ωστόσο, η ποιότητα του παραστατικού προϊόντος, τόσο στο πεδίο της ερμηνείας όσο και σε εκείνο της κρίσιμης – λόγω και του αδιάπτωτου ανέμου – ηχοληψίας, δεν παρουσίασε σοβαρά κενά. Το αθηναϊκό μελοδραματικό ντεμπούτο της Anna Netrebko, της πλέον προβεβλημένης υψιφώνου της εποχής μας, επιβεβαίωσε το συνολικό σκηνικό της κύρος και την ασφάλεια μιας συναρπαστικής πορείας με δυσχερώς συγκρίσιμη διάρκεια, προσεκτικά βήματα και υποκριτική εμβάθυνση, ασφαλώς όχι άμοιρη ωρίμανσης συνδεόμενης με προσωπικές δοκιμασίες και ανταμοιβές. Με διακηρυγμένη δε από τηλεοπτικού μικροφώνου τη φιλοδοξία της να κυριαρχεί στη σκηνή μέσα σε δευτερόλεπτα από την εμφάνισή της, όπως η Κάλλας, οφείλουμε να συνομολογήσουμε ότι η ερμηνεία τής καλλιτέχνιδας στην πρώτη μεγάλη σκηνή της Λαίδης Μάκβεθ, που ακολούθησε τη στιβαρή ανάκρουση της εισαγωγής στον «Ναμπούκο» από την Ορχήστρα της ΕΛΣ υπό τον «artist in residence» Philippe Auguin, επιβεβαίωσε περίτρανα την καθολική μουσική και δραματική κυριαρχία της.
Από την ανατριχιαστική ανάγνωση του γράμματος και το ρετσιτατίβο, διαμέσου μιας άκαμπτης εξαγγελίας για την άρια, έως την καμπαλέτα της μοιραίας απόφασης, εμπλουτισμένη με σκοτεινά αλλά ακριβή ποικίλματα στην απερίκοπτη δεύτερη στροφή της, η αλλοτινή δροσερή Λουντμίλλα και Σουζάνα υπερασπίσθηκε παραδειγματικά τη μεθοδική πρόσκτηση των προϋποθέσεων εμπλοκής της με μεγάλους ρόλους του Βέρντι. Τον άθλο επανέλαβε αργότερα ατομικά, με νέα τουαλέτα και πάλλουσα εκφορά, στην πρώτη άρια της Λεονώρα από τον «Τροβατόρε», επίσης με τήρηση τής δεύτερης και καλόγουστα διανθισμένης στροφής τής καμπαλέτα.
Αλλά και στις συμπράξεις της η Αυστριακής υπηκοότητας Ρωσίδα πριμαντόνα αναδείχθηκε σε ισόκυρη παρτεναίρ τής οικείας και ήδη αγαπημένης μας, σαρωτικής Γεωργιανής μεσοφώνου Anita Rachvelishvili, που εκτός από εμβληματικές αποδόσεις για σκηνές τής Ατζουτσένα και της Έμπολι, υπήρξε συγκλονιστική Αμνέρις στην αντιπαράσταση αντιζηλίας με την Αΐντα από την β’ πράξη της ομώνυμης όπερας, μια κυριολεκτική once in a lifetime εμπειρία καλλιτεχνικής συνάντησης κορυφής. Η βραδιά αποκάλυψε και τον σύζυγο τής Νετρέμπκο Yussif Eyvazov ως ευσταλή, καλλιεπή και ατρόμητο Μανρίκο. Η απαιτητική στρέττα «Di quella pira», ωσαύτως δίστροφη, απέσπασε αλαλαγμούς επιδοκιμασίας για τον Αζέρο τενόρο, που υπερασπίσθηκε με αδρή ακεραιότητα και τον ερωτευμένο Οθέλλο πλάι στη Δυσδαιμόνα τής εμφανώς αγαπημένης του και στη ζωή. Η διεκπεραιωτική διεύθυνση (αμήχανη ιδίως στην εισαγωγή από τους «Σικελικούς Εσπερινούς») υπονόμευσε τον Δημήτρη Πλατανιά στο Credo του Ιάγου, αλλά ο βαρύτονος επιβεβαίωσε την κατηγορία του ως κόμης Λούνα -στην τελική σκηνή της α’ πράξης του «Τροβατόρε» που ολοκλήρωσε το επίσημο πρόγραμμα- και ως Ριγκολέτο. Το κουαρτέτο της γ’ πράξης δώρισαν στο κοινό οι 4 καλλιτέχνες, προτού μάς αποχαιρετίσουν με μια πρόποση της «Τραβιάτα» όχι απλώς ανεκδοτολογικού ενδιαφέροντος!
Αναδημοσίευση από την ΑΥΓΗ της Κυριακής 19+26.09.2021