Η συναυλία- αφιέρωμα στον Μπετόβεν

79


Μία από τις τελευταίες συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας μας που παρακολουθήσαμε πριν από την επέλαση του κορωνοϊού, ήταν και αυτή που προγραμματίσθηκε ως αφιέρωμα στον γίγαντα του μουσικού λόγου, τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν(1770-1827) για την συμπλήρωση 250 ετών από την γέννησή του. Στο πόντιουμ ο καταξιωμένος μαέστρος Βασίλης Χριστόπουλος.
Η συναυλία άνοιξε την αυλαία της με ένα έργο του Νίκου Σκαλκώτα, του Ελληνα συνθέτη για τον οποίο το Μέγαρο Μουσικής επίσης αφιέρωσε πολλά εκ των έργων του σε διάφορα προγράμματά της κατά τον προηγούμενο και παρόντα χρόνο.
Πρόκειται για την«ΟυβερτούραΚοντσερτάντε»που αποτελεί το 1ο Μέρος της υπ΄αριθ. 2 Συμφωνικής Σουίτας του Συνθέτη.
Στο ως άνω έργο,το αρμονικό ιδίωμα είναι δωδεκάφθογγο ενώ ακούγοντας την σύνθεση, διαπιστώνουμε μία ρηξικέλευθη αρμονική πρόταση διασπώντας τα όρια μεταξύ της τονικής και δωδεκαφθογγικής γραφής.
Παρακολουθώντας το έργο, εισπράξαμε βέβαια ολιγόλεπτα μουσικά θέματα, διακοπτόμενα όμως συχνά από ατονικές παρεμβάσεις, έχοντας συνέχεια ως πλαίσιο διάφορα ηχητικά εφφέ από τα κρουστά της ορχήστρας.
Το μοναδικό κοντσέρτο για βιολί του Μπετόβεν,συνετέθη το 1806 και παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά τον ίδιο χρόνο στην Βιέννη.
H αλήθεια είναι ότι και ο μετριότερος γνώστης κλασσικής μουσικής, ακούγοντας το κοντσέρτο αυτό, θα πίστευε ότι το συνέθεσε κάποιος μεγάλος βιρτουόζος βιολονίστας, γνώστης όλων των μυστικών του τετράχορδου αυτού εγχόρδου, που θεωρείται δικαίως ο βασιλεύς όλων των οργάνων.
Εντούτοις, παρά την γενική πληροφορία ότι ο μεγάλος αυτός συνθέτης γνώριζε πλην του πιάνου και «λίγο βιολί,» μας καθιστά έκθαμβους ο τρόπος που συνετέθη ώστε το μέρος του βιολιού να αποσπά με εντυπωσιακή φυσικότητα μία εντελώς αυτόνομη παρουσία παράλληλα με τον πλούσιο και εναλλασσόμενο διάλογο με την ορχήστρα.
Τα ανωτέρω διαπιστώνουμε στο πρώτο μέρος του κοντσέρτου (allegro ma non troppo) ενώ στο δεύτερο (Larghetto) με την μορφή του Γερμανικού «λιντ»παρατηρούμε μία μεγάλη ποικιλία παραλλαγών με χάρη και απλότητα, για να καταλήξει σε ένα εύθυμο και ζωηρό φινάλε (rondo)που ερμηνεύεται ως η παντοτινή φωνή του Μπετόβεν γεμάτη πίστη για την ζωή και την ελπίδα.
Ο Γερμανός βιολονίστας Λίνους Ροτ αναβίωσε πιστά την παρουσίαση του κοντσέρτου με το εντυπωσιακό του βιμπράτο, το δεξιοτεχνικό πρώτο μέρος με την γνωστή υπέροχη καντέντσα, το παθητικό δεύτερο με σπάνια αισθαντικότητα, και το χωρίς διακοπή τρίτο με το ανοιχτόκαρδο φινάλε.
Δυστυχώς, η φύση του οργάνου σε συνδυασμό με την μεγάλη έκταση της αιθούσης του Μεγάρου, δεν μας επέτρεψε να ακουσθούν ευκρινώς τα φλαουτάττι σε πιανίσσιμο ήχο, παρά το υψηλό επίπεδο του βιολονίστα.
Είναι αυτονόητο, ότι αρκετά στοιχεία στις συνθέσεις του Μπετόβεν κυρίως κατα την ώριμη συνθετική του εποχή, ταυτίσθηκαν με τα μουσικοαισθητικά ιδεώδη του πρώιμου ρομαντισμού του 19ου αιώνος, όπως οι προγραμματικές ποιητικές ιδέες στα συμφωνικά έργα του και ιδίως στην «Ποιμενική» στην οποία ενώ η συνθετική δομή της παραμένει κλασσική, διαθέτει υφολογικές καινοτομίες απεικονίζοντας προσωπικά συναισθήματα προερχόμενα από εξωτερικά ερεθίσματα, πράγμα που το βεβαιώνει και ο ίδιος ο Μπετόβεν στις επεξηγηματικές του σημειώσεις, οι οποίες και αυτές συνετέλεσαν ώστε το έργο αυτό, πρωτοπαρουσιαζόμενο το 1808, να τύχει μεγάλης δημοτικότητος.
Στο πρώτο μέρος, (allegro ma non troppo) που φέρει την σημείωση «Αφύπνηση στην εξοχή» ο Μπετόβεν πιθανόν να εμπνεύσθηκε την γεμάτη γαλήνη μελωδία, από κάποιον λαϊκό σκοπό της Βοημίας.
Στο δεύτερο μέρος (andante molto mosso) που επιγράφεται «Σκηνή στο ρυάκι» ο συνθέτης αποδίδει ρεαλιστικά το κελάρυσμα του ρυακιού και το τραγούδι του αηδονιού και του κούκου(διάλογος φλάουτο-όμποε) για να περάσει εν συνεχεία στο allegro του τρίτου μέρους με τον τίτλο «Χαρούμενη συντροφιά των ανθρώπων της εξοχής» με έναν εύθυμο βουκολικό χαρακτήρα και εναλλασσομένους χορευτικούς ρυθμούς.
Περνώντας χωρίς διακοπή στο τέταρτο μέρος (allegro) με τον χαρακτηρισμό «Καταιγίδα-Θύελλα» ο συνθέτης σκιαγραφεί την οργή της φύσεως με την βοήθεια όλων των χάλκινων πνευστών και ομοβροντίας των κρουστών, δημιουργώντας στον ακροατή ζωηρές εικόνες με έντονα συναισθήματα.
Στο φινάλε του 5ου μέρους που ακολουθεί το τέταρτο χωρίς διακοπή, (allegretto) με την σημείωση «Τραγούδι των βοσκών μετά την καταιγίδα» η συμφωνία ολοκληρώνεται με γαλήνιο τρόπο χωρίς εντούτοις να στερείται κάποιας μεγαλοπρέπειας με την οποία συχνά ο Μπετόβεν συνήθιζε να επενδύει τις τελευταίες συγχορδίες των έργων του.
Αναμφίβολα, ένας από τους λόγους της τεράστιας δημοτικότητος του έργου, είναι το γεγονός ότι ο συνθέτης παρέχει στο κοινό ακριβείς οδηγίες, καθοδηγώντας σκέψη και φαντασία. Ωστόσο, οι νατουραλιστικές πινελιές, το τραγούδι των πουλιών, οι αστραπές και η βροχή, δεν θα πρέπει να κάνουν τον ακροατή να παραγνωρίσει το γεγονός ότι στον ρομαντισμό, ζητούμενο δεν ήταν πλέον η ρεαλιστική απεικόνιση ενός φαινομένου όπως στα έργα εποχής μπαρόκ (4 εποχές Βιβάλντι) αλλά η απόδοση των συναισθημάτων που προκαλούν στον συνθέτη το συγκεκριμένο φυσικό φαινόμενο.Σύμφωνα δηλ. με την ρύσιν του Τιτάνος, «Περισσότερο μία έκφραση συναισθημάτων παρά ένας πίνακας ζωγραφικής από ήχους».
Στην συναυλία που παρακολουθήσαμε όπου η 6η Συμφωνία εκτελέσθηκε ως τρίτο έργο, διακρίναμε μία τέλεια απόδοση στις δυναμικές όταν τα χάλκινα και ξύλινα πνευστά κατείχαν πρωταγωνιστικό ρόλο, εν αντιθέσει με τις περιπτώσεις, που μαζί με τα έγχορδα υπήρχε κάποια έλλειψη απολύτου ηχητικής ισορροπίας.
Γενικά όμως, η ορχήστρα απέδωσε με πειστικότητα την αγάπη για την φύση, μίας συμφωνίας που ο συνθέτης της όταν την εμπνεύσθηκε, άκουγε δυστυχώς τους ήχους της μόνο με την φαντασία του.


Σοφία Θοφάνους