του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Προσεγγίσαμε, καθώς ζύγωνε ήδη το μεσημέρι, το αεροδρόμιο «Μακεδονία» την τελευταία Κυριακή του Ιανουαρίου, διασχίζοντας έναν αιθέρα διάφανο και λαμπερό. Πολύ διαφορετικό από τον ομιχλώδη, πρωινό εκείνο που τόσες φορές στο παρελθόν κατέστησε απαγορευτική ή καθυστερημένη την απογείωση του αεροπλάνου της επιστροφής μας, την επαύριον συναυλίας ή όπερας στο παραθαλάσσιο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Ήταν χρόνια που δεν είχαμε επιστρέψει στη Νύμφη του Θερμαϊκού για καλλιτεχνικό γεγονός, στερούμενοι έτσι αφορμής για επαφή μ’ έναν αγαπημένο οικιστικό χώρο, πολύ διαφορετικό από τον όλο και πιο πνιγηρό εκείνο του Αθηναίκού Κέντρου μας, έναν τόπο ευλογημένο με την ανθρωποκεντρική μακριά γραμμή της παραλιακής Promenade του.
Σε αυτή λοιπόν την πρώτη μας διαδρομή επιστροφής, κάτω από τη θαλπωρή ενός ζωοδότη ήλιου, η σύμπτωση το θέλησε να πέσουμε κυριολεκτικά επάνω σε μιαν από τις πιο συγκινητικές πτυχές του γεγονότος που μας έφερε στη Συμπρωτεύουσα. Ο λόγος για την απόδοση τιμής στα δεκάδες χιλιάδες θύματα του ναζιστικού «Ολοκαυτώματος» της επί αιώνες θάλλουσας Ισραηλιτικής κοινότητας της πόλης. Τύχαμε στο τέλος της υπαίθριας τελετής, στο λιμάνι της πόλης, όσο χρειαζόταν για να μετάσχουμε αυθόρμητα στην τήρηση της σιγής του ενός λεπτού και στην ακρόαση, σε στάση ενστικτώδους προσοχής, του Εθνικού μας Ύμνου από τη στρατιωτική μπάντα, σκηνή θα ‘λεγες ξεριζωμένη από cult ταινία του -νεότερου- Ελληνικού κινηματογράφου. Η εκδήλωση ήταν μέρος μόνο της απόδοσης τιμής στη «Μνήμη των Ελλήνων Εβραίων μαρτύρων και ηρώων του Ολοκαυτώματος», που καθιερώθηκε με τον Ν. 3218/2004 και εξειδικεύθηκε με το Π.Δ. 31/2005. Την συμπλήρωναν μια συγκινητική φωτογραφική έκθεση της Άρτεμης Αλκαλάη υπό τον τίτλο «Σπουδή πάνω στο δράμα, τη μνήμη και την απώλεια: Έλληνες Εβραίοι επιζώντες από το Ολοκαύτωμα», που εγκαινιάσθηκε το ίδιο βράδυ στο Μέγαρο Μουσικής, και η συναυλία που είχαμε το ιδιαίτερο προνόμιο να παρακολουθήσουμε εκεί στη συνέχεια.
Αν και ο αρχικά προβλεπόμενος σολίστ, ο διεθνούς φήμης πιανίστας Murray Perahia, απέτυχε να τιμήσει τη δέσμευσή του για λόγους υγείας, μάς παρασχέθηκε η σημαντική ευκαιρία να διαπιστώσουμε το υψηλό επίπεδο της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης και υπό τη νέα της καλλιτεχνική διευθύντρια Ζωή Τσόκανου, εξίσου δραστήρια και στην Όπερα της ανατολικογερμανικής Ερφούρτης. Η επίζηλη ασφάλεια με την οποία η νεαρή ακόμη μαέστρα κράτησε τον έλεγχο της μουσικής εκτύλιξης του -εισαγωγικού της συναυλίας- adagietto, 4ου μέρους της 5ης συμφωνίας του Γκούσταφ Μάλερ, η σταθμισμένη επιλογή της για ένα τέμπο ενδιάμεσο ανάμεσα στην εμπροσθοβαρή κίνηση εκβολής στο φινάλε ενός Μπρούνο Βάλτερ και στον βασανιστικά αργό μελοδραματικό αυτοοικτιρμό ενός Τζουζέππε Σινόπολι, η λεπτολόγος έγνοια της για τις εσωτερικές ισορροπίες δυναμικής και τη στιλπνή διαφάνεια του διαλόγου των εγχόρδων με την άρπα, επέτρεψαν σε αυτό το «αιμάσσον απότμημα» να λειτουργήσει αυτοτελώς, δίκην πένθιμου πλην πειθαρχημένου μουσικού αναθήματος, χωρίς η επετειακή λειτουργία του να προδίδει την προέλευση και τη θέση του.
Το πρόγραμμα ολοκλήρωσε το -γνωστό ως «Αυτοκρατορικό»- 5ο κονσέρτο για πιάνο και ορχήστρα του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Ο Θεσσαλονικεύς πιανίστας Γιώργος – Εμμανουήλ Λαζαρίδης και η συμπατριώτισσά του αρχιμουσικός επιδόθηκαν σε μιαν ανάγνωση αξιοπρόσεκτα συνεκτικού, αλλά και εύκαμπτου διαλόγου, αποκαλυπτική εκλεκτικών συγγενειών που δεν χαρακτηρίζουν αναγκαία κάθε παρόμοια καλλιτεχνική σύμπραξη. Ήταν μια ερμηνεία εκλεπτυσμένη αλλά και αρκούντως εγερτήρια, όπως ο Μπετόβεν επιλέγει εξάλλου να παρουσιάζεται στις συμφωνικές «δηλώσεις» του, με αξιοπρόσεκτη στίξη κατά τις εσωτερικές μεταβάσεις της ρυθμικής αγωγής και με διάφανη εσωτερικότητα, όπου αυτό απαιτήθηκε, κατ’ εξοχήν δε για την εκστατική, «παγωμένη» αίσθηση του χρόνου στο σύντομο κεντρικό adagio. Μετά από ένα λυτρωτικά ψιλοδουλεμένο φινάλε, ο Λαζαρίδης επιβεβαίωσε την ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία μιας μουσικότητας γνήσιας και φαινομενικά απέριττης με ένα τρυφερό ανκόρ του Ρόμπερτ Σούμαν. Μια λέξη και για τα εξαίρετα κείμενα (Νίκος Κυριακού) του σεμνών διαστάσεων συνοδευτικού τεύχους της συναυλίας, σε ρέοντα νεοελληνικό λόγο και με στοιχεία ανάλυσης προορισμένα να εξάπτουν τον μέσο καλλιεργημένο φιλόμουσο, χωρίς ακατανόητες για τους πολλούς μουσικολογικές τεχνικότητες ή φιλολογικής κοπής λεκτικούς ακκισμούς που ενδημούν σε άλλες «διευθύνσεις»…