του Κυριάκου Π. Λουκάκου

Είναι δυνατόν να επικαλούμεθα τον Ενρίκο Καρούζο, και μάλιστα προκειμένου να υποστηρίξουμε, φυσικά μετά από Εκείνον, ότι για μια καλή παράσταση του «Τροβατόρε» αρκούν οι 4 μεγαλύτεροι τραγουδιστές στον κόσμο; Ίσως είναι, αν εμφορείσαι από την πεποίθηση ότι μια παραγωγή  του, με ισχυρή πρώτη ύλη στο μουσικό πεδίο, όπως πρόσφατα στο Ωδείον Ηρώδου του Αττικού, ίσως αποδεικνυόταν επιτυχέστερη, αν οι πρωταγωνιστές αφήνονταν να κινούνται και να χειρονομούν απλώς καθ’ υπαγόρευση της μουσικής, έστω με λίγη βοήθεια για τη συμμετοχή της χορωδίας!. Και πάντως, σε εποχή απολυταρχίας των σκηνοθετών, η ρήση του Καρούζο διεκδικεί μια προσοχή, στην οποία συμβάλλουν οι ίδιοι οι … «προκλητικοί», όταν υπερβαίνουν ενδεχομένως ασαφή αλλά πάντως υπαρκτά όρια ανοχής  στη μεταποίηση των πρωτοτύπων, εκμεταλλευόμενοι τη διαδρομή χρόνου από τη δημιουργία τους, τον φυσικό θάνατο δραματουργού και μουσουργού και -κρίσιμο αυτό- την ολοσχερή αποστέρηση των τελευταίων και των κληρονόμων τους από δικαιώματα τόσο σεβασμού της μνήμης τεθνεώτων όσο και από «πνευματικά» δικαιώματα επί του περιεχομένου των δημιουργημάτων.

     Το μέγεθος του προβλήματος έχει ήδη οδηγήσει σε στροφή παγκοσμίως, η οποία σταδιακά αποτάσσεται τη σκηνοθεσία ως πειραματικό πεδίο δοκιμής νεοφανών ή παραδοσιακών επιστημολογικών δογμάτων, χωρίς φυσικά να θίγει την ελευθερία της ευρηματικότητας, όταν αυτή είναι ενημερωμένη και αντιμετωπίζει εύλογα το ιστορικό, κοινωνικό και αισθητικό πλαίσιο τόσο των έργων όσο και του Μελοδράματος εν γένει ως τέχνης συνθετικής πολλών άλλων, οι οποίες οφείλουν να τυγχάνουν ισομερούς επιμέλειας και σοβαρότητας.  Στη νέα αυτή λυρική πραγματικότητα, όπως αποτυπώνεται κρυστάλλινα στην πρόσφατη «Αΐντα» του Φεστιβάλ Ζάλτσμπουργκ, η Εθνική Λυρική Σκηνή έχει ευτυχήσει να διαθέτει αξιόλογο απόθεμα παραγωγών «κορμού» για το θλιβερά περιορισμένο ρεπερτόριό της.

     Ο «Τροβατόρε» που παρακολουθήσαμε στις 25 Ιουλίου, δια χειρός του Ιταλού Stefano Poda, ανήκει μολαταύτα στην κατηγορία εκείνων που πάσχουν από την «ανήκεστο βλάβη» της ευθείας εναντίωσης προς το έργο, . μια όπερα γύρω από -διόλου δυσερμήνευτα- μεγάλα και αιματηρά πάθη, με κείμενο ελάχιστα προβληματικό, παρά τα περί του αντιθέτου  αβασάνιστα, με αδρή διαγραφή καταστάσεων και χαρακτήρων. Η προϊστορία της πλοκής εκτίθεται με σαφήνεια από τον «χορό» των στρατιωτών και τον «κορυφαίο» τους φρούραρχο Φερράντο (ο βαθύφωνος Τάσος Αποστόλου σε ανεπίληπτης ασφάλειας και καλλιέπειας βραδιά), ενώ η δράση πυροδοτεί ποταμό έμπνευσης από τον Βέρντι. Κείμενο και μουσική ουδέποτε αδρανούν, σε πλήρη αντίθεση με τα εντυπωσιακά αλλά εν τέλει άσχετα «tableaux vivants» που αντικρίσαμε. Εξοργιστική υπήρξε και η σταθερά αργή κίνηση των εισερχομένων και απερχομένων συντελεστών, ώστε η μια σκηνή να εισδύει ανεπίτρεπτα στην επόμενη. Αποκορύφωμα της στρέβλωσης υπήρξε το μεγαλειώδες μουσικοδραματικό «fresco» του 2ου φινάλε που υπέφερε καθοριστικά από την αντιστικτική προς τις οδηγίες του κειμένου επιτήδευση της κίνησης μονωδών και άλλων.

         Η ισχυρή φωνητική σύμπραξη δεν διέψευσε ωστόσο τις υψηλές προσδοκίες μας, με κορυφαία τη Λεονώρα της Celia Costea, που απογείωσε σε «ρόδινες» σφαίρες με μακράς πνοής κρεμώδεις φράσεις και την υψηλή καλλιέργεια και εκφραστικότητα της ερμηνείας της. Ασυνήθιστα ισχυρή για τις μέρες μας υπήρξε και η Ατζουτσένα της εκ Ρουμανίας ορμώμενης Elena Kassian, μέτζο με μυώδη φωνητική ομοιογένεια και σταθμισμένη, καλόγουστη ισχύ στην εξαγγελία του σύνθετου ρόλου της. Προερχόμενος από το μπελκάντο, ο Ιταλός βαρύτονος Marco Caria δικαίωσε την κομβική για το ρόλο καντιλένα του Κόμη Λούνα, χωρίς έλλειμμα καλλίφωνης ισχύος στις συχνές δραματικές εξάρσεις. Ενδυματολογικά αδικημένος (όπως όλοι) και με ένα κάπως γεροντικό ηχόχρωμα, ο  τενόρος Walter Fraccaro υπερασπίσθηκε μολαταύτα τον Μανρίκο με αξιοπρόσεκτη φωνητική αντοχή, λαμπερή ψηλή περιοχή και αξιοσημείωτο έλεγχο αναπνοής. Με τη σκηνοθεσία τέλος -και προς τιμήν του- συμπαρατάχθηκε ο αρχιμουσικός της βραδιάς Μίλτος Λογιάδης. Η διεύθυνσή του, αναλυτική, ακριβής, λιτή, επένδυσε σχολαστικά στην απαλλαγή της παρτιτούρας από εκχυδαϊστικά επιχρίσματα, με παράπλευρη τιθάσευση όμως, κυρίως προ του διαλείμματος, της αιματώδους και εμπροσθοβαρούς ορμής της γεμάτης αδρεναλίνη μουσικής ως αναπόσπαστου στοιχείου της  μεσογειακής ταυτότητάς της.