Βάκχαι του Ιάννη Ξενάκη – στα ίχνη μιας σημαντικής αναβίωσης

168

 Ομολογούμε αμηχανία ενώπιον της λευκής επιφάνειας του υπολογιστή γι’ αυτό το κείμενο, αφού η εξοικείωσή μας με το μουσικό και το αρχιτεκτονικό σύμπαν του Ιάννη Ξενάκη (1922 – 2001) είναι στοιχειώδης. Όμως η σημασία της αναβίωσης ενός από τα αμελημένα ώριμα έργα εκείνου, που, ομού με το Νίκο Σκαλκώτα, είναι οι μόνοι παγκόσμιας αναγνώρισης ακραιφνώς λόγιοι συνθέτες της χώρας δεν θα επέτρεπε τη φυγομαχία. Ιδίως όταν από μέρος της μουσικής δημοσιογραφίας και κριτικής οι δικές του «Βάκχαι» αντιμετωπίζονται ως «η μοναδική όπερα» του Ξενάκη[1], χαρακτηρισμός που μάλιστα προηγείται εκτενών συνεντεύξεων των πρωτεργατών αυτής της αναβίωσης, του πολυσχιδούς αρχιμουσικού Νίκου Βασιλείου και του ανήσυχου ηθοποιού και σκηνοθέτη Γιάννου Περλέγκα.

«Ο Ιάννης Ξενάκης επανεγγράφει το 1993, κατόπιν παραγγελίας του Operafactory του Λονδίνου, τις Βάκχες του Ευριπίδη» αναφέρει ο δεύτερος των συντελεστών  στην προμετωπίδα εισαγωγικού του σημειώματος υπό τον τίτλο «Μια διπλή υπόμνηση», στο έντυπο για τον προγραμματικό κύκλο «Στα Όρια της Φωνής» που ολοκλήρωσε βαρυσήμαντα τις «Ημέρες Μουσικού Θεάτρου» στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ στην Καλλιθέα. Στο ίδιο κείμενο παρέχεται ενημέρωση ότι ο Ξενάκης «επιλέγει να χρησιμοποιήσει μόνο τα έξι χορικά του έργου … εξοβελίζοντας όλα τα επεισόδια της τραγωδίας». Έπεται, ως αναπόφευκτο, το ερώτημα: «Μοιραία, αναρωτιέσαι γιατί λείπει όλο το υπόλοιπο έργο του Ευριπίδη», και, ως απάντηση, επιλέγεται να αποδοθεί η «απουσία» αυτή στη γνώση «από το σύνολο των αναζητήσεων του έργου του Ξενάκη ότι κατά βάση η έγνοια του ήταν η αποτύπωση περισσότερο μιας, ας το πούμε, συλλογικής φωνής, της φωνής του πλήθους, μιας συλλογικής ψυχής και συνείδησης, παρά η ατομικότητα μιας εκάστης φωνής».

Το συμπέρασμα ανήκει ασφαλώς σε εκείνα που σαγηνεύουν τον συνειρμό, επειδή ηχούν εύλογα, ιδίως εν όψει της Ελληνικής βιογραφικής δοκιμασίας του νεαρού Ξενάκη. Των νεανικών κομμουνιστικών του πεποιθήσεων, του παρ’ ολίγον μοιραίου τραυματισμού του στην εμφύλια σύγκρουση, της εμβληματικής παραμόρφωσης του εκφραστικού προσώπου του. Η παρακολούθηση, ωστόσο, της δεύτερης από 2 συναπτές παραστάσεις (12/07/2018), που σχολιάζουμε σήμερα κατά παρέκκλιση χρονικής σειράς ακριβώς λόγω της σπουδαιότητας που τούς αποδίδουμε, μάς γέννησε ερωτήματα. Ιδίως, αφού διεξήλθαμε άλλο κείμενο στο ίδιο έντυπο, του έτους 1966, του ίδιου του Ξενάκη αυτή τη φορά, προφανώς επ’ ευκαιρία της γνωστότερής του «Ορέστειας».  Θαυμάσαμε σε αυτό την καθαρή ματιά και τη θετικιστική  ακρίβεια των θεωρήσεων του συνθέτη και αρχιτέκτονα, τόσο σχετικά με την αναζήτηση κριτηρίων ενός βιώσιμου τρόπου για τη μουσική αναπαράσταση του αρχαϊσμού στην τραγωδία όσο και αναφορικά με την ποιητική του λόγου, ως ενός από τους κατ’ αυτόν 2 όρους (ο άλλος είναι οι «καθηλωτικές ιδιότητες των μύθων») μιας απλώς ενδεχόμενης κατά τον ίδιο (!) επιβίωσης του αρχαίου δράματος. Δέσμιοι αυτού του προβληματισμού, προσπαθήσαμε να διερευνήσουμε τί είχε όντως επιδιώξει ο Ξενάκης με τις «Βάκχες» του, κυρίως μέσα από το πώς τις είδε να πραγματώνονται ο ίδιος στη μοναδική τους μέχρι σήμερα πρώτη παρουσίαση. Αν και περιορισμένη, η έρευνα μάς επιφύλασσε εκπλήξεις…

Στην προσπάθειά μας, λοιπόν, να ανακαλύψουμε το παραστατικό πλαίσιο, στο οποίο εργάσθηκε ο Ξενάκης για εκείνη την αρχική παρουσίαση των δικών του «Βακχών», στο

Queen Elisabeth Hall, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με στοιχεία που οδηγούν σε άλλη ιστορική εκδοχή από αυτήν της επιλεκτικής σύνθεσης κάποιας μορφής «όπερας», ως ανταπόκριση στην παραγγελία του Αυστραλού σκηνοθέτη και ηθοποιού David Freeman, προς χρήση στο δικό του, 3ο κατά σειράν, Opera Factory, σχήμα που, παρεμπιπτόντως,  ανέστειλε τη λειτουργία του το 1998.

Έχουμε και λέμε λοιπόν: σε συνέντευξή του στον Michael White της εφημερίδας Independent, της Κυριακής 23 Αυγούστου 1992, ο Φρήμαν προαναγγέλλει ότι «την ερχόμενη χρονιά θα δούμε τις Βάκχες του Ευριπίδου, ως θεατρικό έργο με μουσική του Ξενάκη»[1], ενώ ο καθηγητής  James Harley, στο βιβλίο του «Iannis Xenakis: Kraanerg»[2], αναφέρεται ευθέως σε «σκηνική μουσική» (incidental music) «για μια παραγωγή της κλασσικής τραγωδίας του Ευριπίδου Βάκχαι, μια παραγωγή του 1993 για το Opera Factory του Λονδίνου (σκηνοθετημένη από τον Ντέηβιντ Φρήμαν)»[3]. Την παραγωγή περιγράφει ο ίδιος ως αντίστοιχη με τις «νέο-βαρβαρικές ευαισθησίες του δύοντος 20ου αιώνα», γεγονός που όμως «προμήθευε στον Ξενάκη τη δραματική ευκαιρία να δώσει μεγαλύτερη συναισθηματική ένταση στη μουσική του»[4]. Την επιχειρηματολογία αυτή ενισχύει, τέλος, η αναδρομή σε βιογραφικό σημείωμα του γνωστού και από την ιστορική τηλεοπτική σειρά «Οι Βοργίες» Peter Sullivan[5]. Σε αυτό ο ηθοποιός φέρεται ότι εγκατέλειψε το Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου «για να εργασθεί με τον Ντέηβιντ Φρήμαν, ερμηνεύοντας τον Πενθέα στις Βάκχες του Opera Factory στο Queen Elisabeth Hall»[6]!

Τα ευρήματα αυτά, εφ’ όσον ισχύουν, συγκροτούν ένα εντελώς διάφορο πλαίσιο αφετηρίας και αναφοράς από αυτό που επικαλέσθηκε η πρόσφατη αθηναϊκή αναβίωση. Και δεν μιλούμε για το στενά εκτελεστικό μουσικό μέρος, επίτευγμα για το οποίο εκτείνουμε ευγνωμοσύνη προς τις 16 κυρίες της χορωδίας της ΕΡΤ, τους 9 σολίστ πνευστών και κρουστών του ARTéfacts ensemble και τον αρχιμουσικό τους Νίκο Βασιλείου, αφού διαχειρίσθηκαν μια δυσχερέστατη παρτιτούρα, με απάνθρωπες τενούτες για τα πνευστά και με ένα αδόμενο μέρος «αμοτιβικό» και «αστροφικό».

Οι επιφυλάξεις μας αφορούν καίρια τη σχέση αυτής της «σκηνικής μουσικής» με το λοιπό δρώμενο που παρακολουθήσαμε, την αναίρεση της προβλεπόμενης, λειτουργικά ισόρροπης, κατανομής των χορικών εντός της τραγωδίας, αλλά και τον αντίκτυπο του επεισοδίου του Διονύσου, που όντως επέλεξε να μελοποιήσει ο Ξενάκης και το οποίο απέδωσε, με λαρυγγισμούς  τρομακτικής έκτασης και έκφρασης, ο βαρύτονος Αρκάδιος Ρακόπουλος. Κι έστω κι αν αποτιμούμε θετικά την ενδυματολογική σύλληψη της Μαρίας Χουλιάρα για τις Ασιάτισσες Βακχίδες, αμφισβητούμε όμως εμφατικά τη χρεία «περφόρμερ», την αμήχανη ανάθεση υποκριτικών καθηκόντων του Πενθέα στον μαέστρο, όπως και την αφελή εργαλειοποίηση της ανατροπής αναλογίων και άλλων υπερβολών ως δραματουργική προκάλυψη της αλλαγής θέσης των μουσικών. Πάνω απ’ όλα οραματιζόμαστε την πραγματική αποκατάσταση των «Βακχών» του Ξενάκη, όπως δηλαδή προορίσθηκαν, ως εμβόλιμη σκηνική μουσική στην τραγωδία, ενδεχομένως ερμηνευμένη στην αρχαία Ελληνική με τον σωστό υποτιτλισμό και –οπωσδήποτε- σε αρχαίο θέατρο όπως τους αρμόζει!

Βάκχες του Ιάννη Ξενάκη - σχέδιο Έλλης Σολομωνίδου - Μπαλάνου


[1]Το κείμενο αφιερώνεται, στα μισά της τμηματικής δημοσίευσής του, στον απολεσθέντα παράδεισο του Ματιού της Αττικής, στους άδικα και φριχτά χαμένους ανθρώπους του, αλλά και στην πυρπόληση των αναμνήσεων μιας ζωής!
[2] Πρβλ. Θάνου Μαντζάνα, «Ένας ορμητικός χείμαρρος πληροφοριών από και προς…», Η όπερα του Ιάννη Ξενάκη «Βάκχαι» στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ, (ενημέρωση/update) 11/07/2018,   εν  https://www.huffingtonpost.gr/entry/enas-ormetikos-cheimarros-pleroforion-apo-kai-pros_gr_5b45f29de4b048036ea4850f
[3] Επί λέξει «Next year will see Euripides’s Bacchae, done as a play with music by Xenakis.»
[4]  Έκδοση Farnham, Surrey; Burlington, VT:Ashgate, [2015], σελ. 123
[5] «The only exception was his incidental music for a production of the Bacchae, Euripides’s classical tragedy, for a 1993 production by the Opera Factory in London (directed by David Freeman).»
[6] «However, the new staging, conforming to the neo-barbaric sensibilities of the late twentieth century, actually showed everything as it happened. Whatever else, this provided Xenakis with dramatic occasion to convey great emotional intensity in his music»
[7] πρβλ. http://theborgias.wikifoundry.com/page/Peter+Sullivan
[8] «He left the National [Theatre] to work with David Freeman, playing Pentheus in Opera Factory’s Bacchae at the Queen Elisabeth Hall…»