Βερολινέζικοι κύκλοι συμφωνιών Σούμαν και Μπραμς με υπογραφή Μπάρενμπόιμ

32

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

         Όποιαν άποψη και αν έχει κάποιος για πρόσωπα και σχηματισμούς τής μεγάλης Μουσικής, η μετουσιωμένη σε ιστορικότητα διαδρομή εκατέρου υπαγορεύει κατ’ ανάγκην και σε ικανό βαθμό το μέτρο της αξιολόγησής τους. Είτε πρόκειται για την προσωπική πορεία ενός πολύπλευρου ερμηνευτή και διανοητή, σαν τον Daniel Barenboim, με 73 χρόνια «ενσήμων» στη μουσική σπουδή και στη διττή επίδοση ως δεξιοτέχνης και αρχιμουσικός, είτε για τους αιώνες αδιάκοπης δράσης και διαδοχής μιας καλλιτεχνικής συλλογικότητας, όπως η Staatskapelle Berlin, από τις παγκοσμίως ελάχιστες ορχήστρες που ανατρέχουν σε σχεδόν μισή χιλιετία ύπαρξης και εξέλιξης. Η επιταγή του σεβασμού  ενισχύεται καθοριστικά και όχι απλώς ως αντανάκλαση επετηρίδας, αλλά και -πρωτίστως- ως ολόπλευρη θεμελίωση καλλιτεχνικού αποτελέσματος,  από την κοινή διαδρομή του μαέστρου Μπάρενμπόιμ και της Κρατικής Ορχήστρας του Βερολίνου, συγκροτήματος που αποτελεί αδελφό οργανωτικό άξονα της επίσης ιστορικής Κρατικής Όπερας της Γερμανικής πρωτεύουσας, που οι παλαιότεροι γνώριζαν με την προσωνυμία «Unter den Linden» (Υπό τας Φιλύρας). Μια κοινή διαδρομή σχεδόν 30 ιστορικά κρίσιμων χρόνων, από το 2000 μάλιστα με ισόβια συμβατική επιστράτευση του μαέστρου στο διπλό, συμφωνικό και μελοδραματικό, πόντιουμ των ιδρυμάτων!

           Προσημειώνοντας τη βαθιά συμβιωτική σχέση αυτών των διαπρεπών προσκεκλημένων του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, οφείλουμε να συνεκτιμήσουμε μια κυριολεκτικά ιδιαίτερη αλληλεπίδραση μεταξύ του 78χρονου grand seigneur του πιάνου και της μπαγκέτας με την πλέον κρίσιμη καμπή της βερολινέζικης μουσικής ζωής στην επανενωμένη Γερμανία, όταν η αποκατεστημένη ως πρωτεύουσα πόλη έπρεπε να σταθμίσει, στο όνομα της οικονομίας, την κατάργηση ορισμένων από τα «διπλά» μουσικά σχήματα, με τα οποία την είχε προικοδοτήσει το τείχος των δύο γερμανικών κρατών του Ψυχρού Πολέμου. Με πιο ευάλωτους τους -όμως παλαιότερους- θεσμούς του πρώην Ανατολικού Βερολίνου, ο Μπάρενμπόιμ προμάχησε στον αγώνα ανάληψης του κόστους διατήρησης όλων, με επιτυχία που τού διασφαλίζει απαράγραπτη ευγνωμοσύνη, και μάλιστα όχι μόνο των Γερμανών φιλομούσων, όπως περίτρανα απέδειξε η υποδοχή των τεσσάρων κατά φιλοξενίαν συναυλιών του συνδυασμού στην αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης» (Φίλων της Μουσικής).

   Γόνος Εβραίων επαγγελματιών μουσικών της Αργεντινής, παιδί θαύμα στη μεταπολεμική Ευρώπη με συστάσεις από έναν Βίλχελμ Φούρτβαίνγκλερ, κοσμοπολίτης και πολιτικοποιημένος, με πολλαπλές υπηκοότητες και χαρακτηριστικά ανήσυχο πνεύμα, ο Μπάρενμπόιμ αποκρούει την εξωμουσική προσέγγιση οποιασδήποτε παρτιτούρας. Σε μακροσκελή συνέντευξή του για φημισμένο μουσικό εκδοτικό οίκο της Βιέννης του έτους 2009 και με την ευκαιρία ερωτήματος γύρω από την προσέγγιση των συμφωνιών του Μάλερ, συνάγεται απερίφραστα ότι ήταν η υπερβολή  παρόμοιων θεωρήσεων, που ο ίδιος κρίνει μειωτικές για τις συνθέσεις, η οποία τον έχει ωθήσει να αντιπαρέρχεται βιωματικά επιχρίσματα, που θεωρεί εν τέλει ηθικολογικά. Δεν παραδίδεται όμως ούτε σε υπερβολές «προσήλωσης στο μουσικό κείμενο». Μέλημά του παραμένει η ανάδειξη του σημαινομένου από τον συνθέτη και η μετουσίωσή του σε αντίστοιχα αποδεκτό ακρόαμα, σε πλαίσιο μάλιστα ενιαίας θεώρησης της κεντροευρωπαϊκής συμφωνικής παράδοσης, όπως και όντως διαπιστώσαμε από τις 27 έως τις 31 του Οκτωβρίου.    

 

Σούμαν και Μπραμς χέρι – χέρι στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Αν και ανομολόγητη, η απόφαση παρουσίασης ταυτάριθμων συμφωνιών τού Robert Schumann και του Johannes Brahms από την Κρατική Ορχήστρα του Βερολίνου κατά την τετράπτυχη οκτωβριανή αθηναϊκή τους μετάκληση ανατρέχει αναπόφευκτα στη βαθιά σχέση των συνθετών μεταξύ τους, αλλά και με την σύζυγο του πρώτου Clara, την θυγατέρα του δασκάλου -αλλά άκοντος πεθερού του- Friedrich Wieck και ισόβια αγαπημένη τού Μπραμς, μούσα δε αμφοτέρων ως διάσημη πιανίστρια και συνθέτρια, πραγματική influencer του 19ου αιώνα.

Με χρυσά, ευγενή χάλκινα εγκαινίασε η Ορχήστρα τη φθινοπωρινή εκτέλεση της 1ης, «ανοιξιάτικης», συμφωνίας του Σούμαν. Υπό την έμπειρη μπαγκέτα τού Μπάρενμπόιμ το έργο εκτυλίχθηκε με εναλλαγή λαμπρότητας, χαλαρής διάθεσης και ποιητικού μυστηρίου κατά την ιδεαλιστική επιθυμία τού συνθέτη και στο προσήκον μέτρο επιρροής τής «Μεγάλης σε ντο μείζονα» συμφωνίας τού Σούμπερτ, που αποτέλεσε πρότυπό της. Η ευρύχωρη διαχείριση τού ποταμού των εγχόρδων (κατ’ εξοχήν στο β’ μέρος και εν γένει), οι τολμηρές παύσεις, αλλά και οι ανενδοίαστα μεγάλες χειρονομίες που έμοιαζαν να έρχονται από τον κόσμο τού Μπρούκνερ, επιβεβαίωσαν αυθωρεί το κύρος τού μαέστρου στο γερμανικό ρομαντικό ρεπερτόριο και προετοίμασαν για την 1η του Μπραμς που ακολούθησε.

Η βορβορώδης, καταιγιστική έναρξή της, με  μελαγχολικής μουσικότητας ξύλινα στην επωδό τής εισαγωγής, οδήγησε σε αδυσώπητη αλλά όχι εμφατική έκθεση και ανάπτυξη του κύριου θέματος, χωρίς ευκαιριακές αγωγικές ανασχέσεις της μουσικής ροής. Η υποδειγματική αναπνοή, η εκτελεστικά αποτελεσματική διαχείριση της δυναμικής και η ευκαμψία της φραστικής επέτρεψαν ευτυχή ώσμωση του υποκείμενου δράματος με τον χειμαρρώδη λυρισμό των εγχόρδων στην αργή κίνηση και συνέτειναν σε ονειρώδη επανέκθεση του αρχικού θέματος στο σύντομο  γ’ μέρος, ιδεωδώς προπαρασκευαστικό τού -οιονεί ρετσιτατίβου- adagio που εγκαινιάζει το φιλόδοξο φινάλε της συμφωνίας. Η σκιά του Μπετόβεν οδήγησε τον Μπραμς να αναβάλει τη δημόσια συμφωνική του έκθεση μέχρι την 5η  δεκαετία ζωής και εκείνος την εξορκίζει με το μέρος αυτό ως απροκάλυπτα αναθηματική επαναδιατύπωση του τελευταίου τής 9ης τού ειδώλου του!  Και εν προκειμένω η ευγένεια της ομάδας των χάλκινων ευνόησε την υψιπετή οργάνωση ολοκλήρωσης του έργου, ενώ η τοποθέτηση των εγχόρδων εκατέρωθεν του πόντιουμ συνέβαλε στην ευπρόσδεκτη  δραματοποίηση του εσωτερικού διαλόγου εντός της Ορχήστρας, σχηματισμού σε αδιάλειπτη υποδόρια επικοινωνία των επίλεκτων μελών του με την οικεία τους, σχολαστική και εμφανώς διαλεκτική, μπαγκέτα του ώριμου αρχιμουσικού.

Η 2η συμφωνία του Σούμαν αποτελεί ίσως την απαιτητικότερη από τις αδελφές της και απόλαυσε μιαν εκτέλεση αξιοσημείωτου σφρίγους, δροσιάς και ανεπιτήδευτα αναλυτικής προβολής λεπτομερειών της. Με ευεργετική και εν προκειμένω την στερεοσκοπική διαρρύθμιση της κατανομής των εγχόρδων, ο Μπάρενμπόιμ πέτυχε, στις 29/10,  ένα αισθητά πιο στιλπνό αποτύπωμά τους από την προηγούμενη συναυλία. Μεγάλες στιγμές η διθυραμβική κατακλείδα του α’ μέρους, η παιγνιώδης δεξιοτεχνική εγρήγορση στο β’ και η επίταση της εκφραστικής έντασης ενός adagio espressivo σχεδόν προφητικού για την εξέλιξη του genre σε επόμενες φάσεις της ιστορικής προοπτικής του… 

Η ολοκλήρωση των κύκλων

Daniel Barenboim / Staatskapelle Berlin. Συμφωνίες Μπραμς και Σούμαν. Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης 27/10/2021

       Αν η 1η του Μπραμς ερωτοτροπεί με τον χαρακτηρισμό της ως 10η του Μπετόβεν, συχνά η 2η συμφωνία του αναγνωρίζεται ως η δική του «Ποιμενική» και αντίστοιχα χαμηλούς και διακριτικούς τόνους τής επιφύλαξαν οι προσκεκλημένοι του ΜΜΑ στην συγκεκριμένη κατακλείδα της δεύτερης συναυλίας τους. Αντίθετα με πολλούς ομοτέχνους του, ο προχωρημένης ηλικίας Μπάρενμπόιμ απέδειξε ότι δεν υιοθετεί ροπή σε πιο αργά τέμπι. Κατασταλαγμένος, άρθρωσε νηφάλια τα ερωτήματα της παρτιτούρας και δεν   απέφυγε τη νοσταλγική χρώση των εγχόρδων για την επανάληψη του αξιομνημόνευτου θέματός τους στο α’ μέρος. Ο Μπραμς του, αν και δεν διαπερνά πάντα την επιφάνεια της γραφής, μολαταύτα πάλλει, δηλώνει, αφουγκράζεται, τολμά προσωπικές στίξεις (κόρνα πιο αγροίκα του συνήθους), με σεβασμό όμως στον σφυγμό της συμφωνικής εκτύλιξης. Ο λυρισμός του, πληθωρικός και στο αργό μέρος του έργου, δεν απέφυγε στιγμιαίες αμηχανίες στον διάλογο των ξύλινων με τα έγχορδα. Ένα ονειροπόλο σκέρτσο ωστόσο οδήγησε σε λυτρωτικό καταληκτικό διθύραμβο την Συμφωνία.

Ο μαέστρος και οι Βερολινέζοι συνοδοιπόροι του εγκαινίασαν την συναυλία της 30ής Οκτωβρίου με μιαν όντως εορταστική επέλαση στην 3η συμφωνία του Σούμαν, επίσημη και ευέλικτη στην αγωγική της οργάνωση, πλατιά και μεγαλοπρεπή, αντάξια του προσωνυμίου της («του Ρήνου») και της μουσικής απεικόνισης  τής ενθρόνισης του Πρίγκιπα Αρχιεπισκόπου της Κολωνίας στον επιβλητικό γοτθικό καθεδρικό της, όπως το γεγονός απεικονίζεται από τον συνθέτη στο μεγαλειώδες φινάλε της. Με την 3η του Μπραμς που ακολούθησε, ο Μπάρενμπόιμ επιβεβαίωσε όχι μόνον το κύρος, αλλά και ορισμένα όρια ως ερμηνευτής τού συγκεκριμένου συνθέτη. Στο πλαίσιο αυτό, δεν ήταν ασφαλώς τυχαία (και για μάς ευπρόσδεκτη) η τήρηση της επανάληψης στο α΄ μέρος, σε ερμηνευτικό κλίμα συνεχούς πνοής και με αποθέματα αδρεναλίνης για την κατάληξη της κίνησης. Μετά από ένα andante αναζήτησης, το κινηματογραφικής διασημότητας  poco allegretto δεν ωφελήθηκε από εξεζητημένα rubati του μαέστρου που φαλκίδευαν την αμεσότητα πρόσληψης της κοσμαγάπητης αυτής μουσικής.

Η 4η, ως πλέον συμπαγής και συνοπτική από τις συμφωνίες του Σούμαν, αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το γραμμόφωνο και, στις 31 Οκτωβρίου, έτυχε στωικής και αναλυτικής παρουσίασης. Η ιστορική ορχήστρα διακρίθηκε και εδώ για τον εύσχημο ήχο της, την εσωτερική ισορροπία των ομάδων, την ιδεοτυπική μεγαλοπρέπεια χάλκινων και κόρνων, την συνολικά απολαυστική προβολή της στην ακουστική του χώρου. Διάσημος δεξιοτέχνης και ο ίδιος, ο Μπάρενμπόιμ επέτυχε πραγμάτωση των πλέον υψηλών προθέσεων οργανικής εντέλειας, ενώ η συναρπαστική μετάβαση στο φινάλε, από το ανεπαίσθητο θρόισμα των εγχόρδων ως την λαμπρή βαγκνερική πλησμονή, στοιχειώνει μνήμη και αίσθηση.

Ευθύβολη, τέλος, χειμαρρώδης και δραματικά φορτισμένη η καταληκτική 4η του Μπραμς που ακολούθησε. Μετά από μια χωρίς εκπτώσεις σε τραγικό μέγεθος ανάγνωση του α’ μέρους, ακολούθησε συνεκτικό το andante moderato, που στέφθηκε από αξιομνημόνευτη ανθοφορία των υψηλών εγχόρδων στο μέσο του, ενώ η συμφωνία ολοκληρώθηκε με βαθιά ενσυναισθηματική κυοφορία των παραλλαγών που ολοκληρώνουν το συμφωνικό κύκνειο άσμα του συνθέτη.

                               Αναδημοσίευση από την ΑΥΓΗ της Κυριακής 14, 21 και 28 Νοεμβρίου 2021