του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Δεν είναι ανάγκη να αποτελεί «αριστούργημα» η μέχρι πρότινος χαμένη όπερα του Μαλτεζοβρετανού Κερκυραίου Αλεξάνδρου Γκρέκ (1876-1959) “Ανδρονίκη“, προκειμένου να χαρακτηρισθεί σταθμός η πρώτη αποκατεστημένη και κατά το δυνατόν πλήρης παρουσίασή της από το Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας» του Olivier Descotes. Γιατί η επί του παρόντος μία και συναυλιακή ευκαιρία της, το βράδυ της 28ης Νοεμβρίου, δεν περιορίζεται στην προσθήκη μεμονωμένης ψηφίδας στο ημιτελές ακόμη πλαίσιο της λόγιας μουσικής δημιουργίας της νεότερης Ελλάδος, αλλά, επιπλέον, σηματοδοτεί παραδειγματικό αποτέλεσμα μιας μεγάλης συλλογικής προσπάθειας καταγραφής και αξιοποίησης του πολύτιμου αρχειακού υλικού του Ωδείου Αθηνών από μιαν ομάδα ικανών, σφαιρικά εγγράμματων και αφιλοκερδώς αφοσιωμένων επιστημόνων (κυρίως μουσικολόγων) υπό την καθοδήγηση και εποπτεία του ομότιμου καθηγητή του Ιονίου Πανεπιστημίου Χάρη Ξανθουδάκη.
Έτσι, παραλλήλως προς το δωρεάν διανεμόμενο κομψό προγραμματικό δελτάριο των «Ολυμπίων», όσοι θεατές πρόλαβαν συναποκόμισαν και ειδικό «έκτακτο παράρτημα» του «Νέου Μουσικού Ελληνομνήμονα» (Edition Orpheus, Εκδόσεις Νικολαΐδη) επ’ ευκαιρία της διπλής επετείου 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση και 150 ετών από την ίδρυση του Ωδείου. Η αρχισυντάκτρια Στέλλα Κουρμπανά εισφέρει ένα συναρπαστικό χρονικό ανακάλυψης του «σπαρτίτου» στο σκοτεινό β’ υπόγειο του επιβλητικού ανολοκλήρωτου κτηρίου, ενώ το σύνολο της κομψής έκδοσης αποτελεί πρότυπο για την ποιότητα της γραφής, τον σεβασμό στις ιστορικές μορφές της Νεοελληνικής και την επιστημονικά μεστή και πυκνή έκθεση πλήθους πληροφοριών.
Με τον ίδιο τον Γκρέκ να ομνύει στα «νάματα του Βάγνερ και την μελωδίαν της Γαλλικής και Ιταλικής μουσικής» σε συνδυασμό με την επιθυμία του «να εγχύσω την Ελληνικήν μουσικήν εις το καλούπι της σημερινής αρμονίας», η ενορχήστρωση του αρχιμουσικού της βραδιάς Νίκου Αθηναίου, με ανεγνωρισμένη πορεία στην υπηρεσία της «άγονης γραμμής» του κεντροευρωπαϊκού συμφωνισμού, υπήρξε αυτοτελής άθλος, αναγκαίος για την πρώτη πλήρη αναβίωση του τετράπρακτου dramma lirico μετά την παγκόσμια πρώτη της Αλεξάνδρειας (1911), τότε όπως και τώρα ευστόχως στην Ιταλική γλώσσα.
Το έργο βασίζεται στο δημοφιλές λαϊκό ανάγνωσμα «Η Ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως ήτοι Σκηναί εν Ελλάδι από του έτους 1821-1828» του Στέφανου Θ. Ξένου (Λονδίνο 1861) και ο Γκρέκ υπηρετεί το λιμπρέτο τού ελλιπώς βιογραφημένου Ανδρέα Βρανά όχι χωρίς αμηχανίες, αλλά και με αξιοσημείωτες ροπές συνεχούς σύνθεσης. Η όπερα κυριολεκτικά ανθίζει στις 2 τελευταίες πράξεις της, με φιλοδοξία «grand opéra» και με ευδιάκριτη αναλογία βασικών χαρακτήρων προς αντίστοιχους στη «Τζοκόντα» του Πονκιέλλι. Η σκηνή στη ναυαρχίδα του Καρά Αλή (Δημήτρης Κασιούμης), με μπαλέτο και μέρος παιδικής χορωδίας, αλλά και την οριενταλιστικά δεξιοτεχνική Οδαλίσκη της Αγγελικής Καθαρίου ως άλλη Charmeuse της «Θαΐδoς» του Μασσνέ, κορυφώνεται σε ένα συναρπαστικό κοντσερτάτο. Φωνητικές προϋποθέσεις δραματικής εξαγγελίας χαρακτηρίζουν τον επώνυμο ρόλο, βαρύτερο του επιθυμητού για τη νεαρή Βάσια Αλάτη, που έλαμψε αναγκαίως στη λυρικότερη «προσευχή» της. Με ηρωικό μέταλλο υποδύθηκε τον εραστή της Θρασύβουλο ο οξύφωνος Δημήτρης Πακσόγλου, έναν δεύτερο Μπάρναμπα υπηρέτησε ως μοχθηρός Βάρθακας ο έμπειρος βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος.