Balthasar Neumann Ensemble σε υπερβατικές ερμηνείες

35
Balthasar Neumann Ensemble and Choir, «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ. Katja Stuber σοπράνο, Marion Eckstein άλτο, Jan Petryka τενόρος, Reinhard Mayr μπάσος. Μουσική διεύθυνση: Thomas Hengelbrock. Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης, 25 Ιανουαρίου 2019/20:30.

Είχε ίσως ξενίσει η αναφορά του Θεόδωρου Κουρεντζή, κατά τη διάρκεια συνέντευξής του, στη φιλία του με τον επίσης αρχιμουσικό Thomas Hengelbrock. Τουλάχιστον όσους παρέμεναν στην επιδερμική αντιπαράσταση του διονυσιακού Έλληνα από τον Βύρωνα με τον οικονομημένο Γερμανό από το Wilhelmshaven. Οι παραλληλίες των δύο υπήρξαν όμως ανέκαθεν βαθύτερες και ουσιαστικές: κοινή η εστίασή τους στη δημιουργία ιδίων οργανικών και φωνητικών συνόλων για την ασυμβίβαστη πραγμάτωση -έστω και ενίοτε αμφιλεγόμενων- καλλιτεχνικών οραμάτων, κοινή η συνολική εποπτεία της μεγάλης Ευρωπαϊκής Μουσικής, από τις απαρχές της έως τις επίκαιρες αγωνιώδεις αναζητήσεις της, κοινή επίσης η αδιαπραγμάτευτη εκτελεστική τελειοθηρία τους. Την έχουμε βιώσει επανειλημμένα από την Musikaeterna του Κουρεντζή, την επιβεβαιώσαμε και στη συνεπαρμένη αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης» (Φίλων της Μουσικής) του αθηναϊκού Μεγάρου από τον Χένγκελμπροκ, μέσα από την αυθεντικά μυσταγωγική ανασύσταση πανίσχυρης ερμηνευτικής ατμόσφαιρας του 17ου και 18ου αιώνα, της περιόδου δηλαδή που συνιστά επίκεντρο δράσης των φιλοξενούμενων «διοσκούρων» σχηματισμών με το όνομα του αρχιτέκτονα (!)  Balthasar Neumann και ιδρύθηκαν με διαφορά 4 ετών μεταξύ τους (στα 1991 η Χορωδία και στα 1995 η Ορχήστρα) από τον ελάχιστα εντυπωσιοθήρα διευθυντή τους.

        Όπως ο Νώυμαν στον καιρό του, έτσι και οι Κουρεντζής και Χένγκελμπροκ σήμερα πρεσβεύουν τη σύνθεση των τεχνών ως επιστέγασμα επίπονης προετοιμασίας. Και όντως, από τα πρώτα μέτρα τής χωρίς διάλειμμα συναυλίας, στις 25 Ιανουαρίου, προσυπογράψαμε την ακρίβεια της ιστοσελίδας των σχηματισμών, όπου διακηρύσσεται ότι «κάθε μέλος της Χορωδίας είναι σε θέση να αναλάβει καθήκοντα μονωδού, αλλά επίσης ικανό να ενσωματωθεί πλήρως στον συνολικό ήχο ως μέρος συλλογικότητας». Στην πρώτη γραμμή της εφαρμοσμένης μουσικολογίας, όπως τη διδάχθηκε κατ’ εξοχήν πλάι στον Νίκολάους Αρνονκούρ, ο Χένγκελμπροκ επέλεξε, ως προοίμιο του magnum opus της βραδιάς, την «Missa Superba» (1674) του διάσημου εν ζωή, αλλά λησμονημένου σήμερα, Johann Caspar Kerll  (1627-1693), σύνθεση με μεγάλης εσωτερικής λάμψης «Et incarnatus est» και με ένα «Sanctus» άξιο της μεταγραφής του από τον Γ.Σ.Μπαχ, υπ’ αρ. καταλόγου BWV 241. Στη διαδρομή της αναδείχθηκε η τεχνικά και αισθητικά ισοϋψής κυριαρχία των μουσικών πάνω στην ώριμη πολυφωνία του δύοντος 17ου αιώνα, κεντροευρωπαϊκής οικονομίας αλλά με  φωτεινές ρωμαϊκές επιρροές στην χαρακτηριστικά καθολική πολυτέλεια γραφής και όγκου δυνάμεων. Η υψηλού επιπέδου στελέχωση των «Νώυμαν» επέτεινε τον αντίκτυπο τής άμεσης μετάπτωσης από το «Dona nobis pacem» της παλαιότερης λειτουργίας στο «Kyrie» του μοτσάρτειου Ρέκβιεμ, το οποίο προσέλαβε οιονεί εξπρεσιονιστική ένταση μέσα από την αυστηρή μετρική πειθαρχία του και από το αντιστικτικό δώρο μιας υψιφώνου (Katja Stuber) με αγορίστικο, αγγελικό ηχόχρωμα.  

  

Balthasar Neumann Ensemble and Choir, «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ. Katja Stuber σοπράνο, Marion Eckstein άλτο, Jan Petryka τενόρος, Reinhard Mayr μπάσος. Μουσική διεύθυνση: Thomas Hengelbrock. Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης, 25 Ιανουαρίου 2019/20:30.
 

   Η εν ριπή οφθαλμού μεταβαλλόμενη στερεοσκοπική διάταξη των χορωδών, με εν τέλει σύμπτυξη των κυριών στα αριστερά και των ανδρών στα δεξιά μετά από το «Tuba mirum», η εξαίρετη τονική εστίαση όλων και  η απορρόφηση της απουσίας βιμπράτο σε  άκαμπτη, αλλά εύπλαστη ρυθμική ροή, όλα συνέβαλαν σε μιαν ερμηνεία συχνά τρικυμιώδη, με κλασικά επίσημη τραγικότητα, βασισμένη σε εξάντληση των βαθμίδων της δυναμικής. Παραδοθήκαμε στο άκρας ταπεινότητας, ψιθυριστό «Salva me», στο υπερκόσμιας πνευματικότητας «Recordare», στην ανάταση του «Lachrymosa», στη βροντερή διαμαρτυρία του «Agnus Dei». Το τελευταίο υπήρξε από τις κορυφαίες στιγμές της εκτέλεσης, με μακρές ενδιάμεσες παύσεις επίτασης της δραματικότητας και με θεαματική ρυθμική χαλάρωση και ηχητική αποκλιμάκωση για το τελικό «Dona eis requiem». Με ένα λόγο, σπανίως το ανολοκλήρωτο από τον Μότσαρτ έργο  ήχησε τόσο συμπαγές και ομοιογενές, μια μουσική προσφορά στον Franz Xaver Süssmayr που είχε το άχαρι έργο καθήκοντος και αγάπης για τη συμπλήρωσή του!