Χατζιδάκις – Θεοδωράκης στα μουσικά αλώνια

127

Annus mirabilis για την Ελληνική μουσική το 1925, χρονιά που απέδωσε αμφότερους τους Χατζιδάκι και Θεοδωράκη! Για το καταληκτικό τριήμερο του παρελθόντος Σεπτεμβρίου η αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής» πλημμύρισε από την εσωστρεφή μουσική ιδιοσυγκρασία του Μάνου Χατζιδάκι (+1994), όπως εκδηλώνεται μέσα από δύο χαρακτηριστικές και πάντως αειθαλείς δημιουργίες του. Ο λόγος, εν πρώτοις, για «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» (έργ. 22, 1964), «10 τραγούδια στο ίδιο κλίμα για ορχήστρα», με εξαίσια επεξεργασμένες σποραδικές αναφορές σε αναγνωρίσιμα μεν αλλά αξιομνημόνευτα διευρυμένα από τον Έλληνα μουσικά θέματα του Αντόνιο Βιβάλντι. Η ενισχυμένη από «μικρό ενόργανο σύνολο» (Βίκυ Στυλιανού-τσέμπαλο, Χάρης Κανελλίδης-κιθάρα, Άρης Χατζησταύρου-κιθάρα & ηλεκτρική κιθάρα, Βιβή Γκέκα-μαντολίνο και Διονύσης Ρούσος-σαξόφωνο) Ορχήστρα της ΕΛΣ, υπό τον Λουκά Καρυτινό,  επέτρεψε στον αξιομνημόνευτο μελωδισμό και την αραχνοΰφαντη ενορχήστρωση να ανθίσουν σε απόσταση ασφαλείας τόσο από ασφυκτική μετρικότητα όσο και από μελοδραματικό ξεχείλωμα της μουσικής. Αντίστοιχα αναδημιουργικό επίπεδο αισθητικής και οικονομίας επιτεύχθηκε και στον ενδεκαμερή κύκλο τραγουδιών «Ο Μεγάλος Ερωτικός» (έργ.30, 1972). Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ώριμος αλλά χωρίς κάμψη δυνάμεων, δικαίωσε τη γραμμή, τη φινέτσα και το λογοτεχνικό υπόβαθρο της μουσικής, πλάι στη λιγότερο ιδιωματική αλλά μουσικότατη Δήμητρα Σελεμίδου. Η συνεργατική τους ενσυναίσθηση, ενισχυμένη από τη συμφωνικής φιλοδοξίας μπαγκέτα, ανέδειξε αυτό το παραπλανητικά σεμνό magnum opus ως ένα κατά Χατζιδάκι  «Τραγούδι της Γης» για τον Έρωτα και τον Θάνατο.

        Η ψιθυριστή ματιά του Χατζιδάκι αντιπαρατίθεται σταθερά όσο κι αβασάνιστα, στο συλλογικό υποσυνείδητο, με τη θουριακή μεγαλοστομία του Μίκη Θεοδωράκη, στερεότυπο που όμως δοκιμάζεται όσο αποκαλύπτεται η άγνωστη ακόμη εργογραφία του τελευταίου. Στο πλαίσιο αυτό, μείζονα εμπλουτισμό για τον «άγνωστο Μίκη» αποτέλεσε η α’ παγκόσμια παρουσίαση, στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» (Φίλων της Μουσικής) του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (12/10), του περίπου 55λεπτου «ορατορίου για 2 Αφηγητές (εν προκειμένω Νίκος Καραθάνος σόλο), Μικτή Χορωδία και Ορχήστρα Εγχόρδων», με τίτλο «Αποκάλυψη» (1945) και παράτιτλο «Ωδή στον Μπετόβεν», σε  «προετοιμασία μουσικού υλικού από το χειρόγραφο» Χρήστου Χριστοδούλου και υπό τη μουσική διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου, επικεφαλής της Χορωδίας των Μουσικών Συνόλων του Δήμου Αθηναίων, σε διδασκαλία Σταύρου Μπερή, και «Μουσικών της Καμεράτας-Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής». Τους ευχαριστεί όλους στο πολύτιμο προγραμματικό σημείωμά του ο συνθέτης, που τίμησε την κατάμεστη αίθουσα με την συνεχή παρουσία του, επιβεβαιώνοντας, μέσα από την επαφή με τους θεατές, τη μυθική υπόσταση που του επιφυλάσσεται σε εποχή μηδενιστικής κατεδάφισης συμβόλων  και προτύπων.

        Παρακάμπτοντας τη συζητήσιμη μείξη της ποίησης του Διονυσίου Σολωμού με εκείνη του Θεοδωράκη, καθώς και την παράταιρη απαγγελία πολιτικής διακήρυξης λίγο πριν το φινάλε στο πλαίσιο της -συνήθους τότε σε σοβιετικά ορατόρια, αλλά εν τω μεταξύ από δεκαετιών ντεμοντέ- χρήσης αφηγητών, κρατούμε την αδιατάρακτα υψηλή ποιότητα της μουσικής, η οποία αποπνέει γνήσια μεταφυσική ανησυχία και ένταση, ενώ επιτυγχάνει μπετοβενικό ύφος στη συμφωνική ανάπτυξη. Μια μείζων προσθήκη στο Ελληνικό συμφωνικό ρεπερτόριο!

        Τη βραδιά ολοκλήρωσε η νευρώδης, μουσικά ακέραιη παρουσίαση του «Άξιον Εστί» (1964),  του πλέον εμβληματικού ορατορίου του Θεοδωράκη,  επιπροσθέτως δε ευλογημένου από τον ποιητικό λόγο του Οδυσσέα Ελύτη. Εκφωνώντας στο μέρος αυτό από σταθερού μικροφώνου, ο Καραθάνος αποκατέστησε το πρόβλημα ορθοφωνίας που ταλαιπώρησε την απαγγελία του (με «ψείρα») προ του διαλείμματος. Με ορειχάλκινη όσο και φραστικά έντιμη εξαγγελία από τον βαρύτονο Δημήτρη Πλατανιά, την ευχάριστη έκπληξη αποτέλεσε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, που υπηρέτησε με δωρικότητα φραστικής, ηχοχρωματική ταυτότητα και ευτυχή αναπνοή μια φωνητική γραφή πολύ απαιτητικότερη της αντίληψης του μέσου ακροατή!