του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Δυσεύρετες λυρικές απολαύσεις στα Ολύμπια
Αποτελεί απαράγραπτη πνευματική προσφορά τού Βύρωνος Φιδετζή η αναζήτηση και αποκατάσταση μουσικής εργογραφίας της νεότερης Ελλάδος, με μείζον από τα επίκεντρά της τις «Ελληνικές Μουσικές Γιορτές» που επί χρόνια διεύρυναν τον αισθητικό ορίζοντα και το γνωστικό μας πεδίο. Υπό την έννοια αυτή, η αιφνίδια και γοργή ενσωμάτωση πτυχών τής αξιέπαινης και ενημερωτικής αυτής διαδικασίας στον απίστευτο σε φιλοδοξία -για Ελληνικά δεδομένα τού χώρου- καλλιτεχνικό προγραμματισμό τού Ολύμπια-Δημοτικού Μουσικού Θεάτρου «Μαρία Κάλλας», υπό την επαΐουσα και παθιασμένη καλλιτεχνική διεύθυνση τού Olivier Descotes, αποτέλεσε επιστέγασμα αναγνώρισης τής σχετικής επίμοχθης και αφοσιωμένης διαδρομής. Σημαντική στο αυτό ανάπτυγμα θεώρησης η κατά βάσιν Ευρωπαϊκή και δευτερευόντως ελληνοκεντρική προσέγγιση τού αντικειμένου μέσω παράλληλων αναβιώσεων ιδιαιτέρως υψηλού επιπέδου πλήρων λυρικών έργων και επίλεκτων αποσπασμάτων τους, κυρίως Ιταλικής και Γαλλικής κοπής, που ιστορικά, μουσικολογικά και καλλιτεχνικά αποτέλεσαν διαχρονικό πλαίσιο αναφοράς των ετερόφωτων συμπατριωτών μας, μουσουργών και καλλιτεχνών.
Με το εξωτικό λυρικό πρωτόλειο «Medjé» ο Σπυρίδων Φιλίσκος Σαμάρας είχε το πρώτον θέσει εαυτόν στην κρίση κοινού, τού Teatro Constanzi (1888). Και με την πρώτη θεατρικά αξιοποιήσιμη πανελλήνια παρουσίαση του, χάρη στην ενορχήστρωση από τον αρχιμουσικό τής μιας και μοναδικής συναυλιακής βραδιάς τής 17ης Φεβρουαρίου, τον Βύρωνα Φιδετζή, επικεφαλής τής Ορχήστρας Φιλαρμόνια Αθηνών και της Χορωδίας τού Δήμου Αθηναίων, που αποτέλεσε ειδική παραγγελία τού Ντεκότ, το έργο, αν και όχι απαραιτήτως αριστούργημα, όχι μόνον έφθασε, έστω και συναυλιακά, στον φυσικό θεατρικό του χώρο, αλλά και ηχογραφήθηκε με έναν ισχυρό συνδυασμό Ελλήνων και Γάλλων μονωδών. Την επώνυμη ηρωίδα τής νεαρής, αλλά ήδη ανερχόμενης λυρικής υψιφώνου Lucie Peyramaure, τον ισχυρής φωνογένειας τενόρο Κωνσταντίνο Κληρονόμο στο ρόλο τού εραστή της Ναϊρ, την ήδη οικεία μας από την «Αδελφή Βεατρίκη» των «Ολυμπίων» πανίσχυρη μεσόφωνο Héloïse Mas ως ηγεμονική Vazanta, τον βαρύτονο Δημήτρη Πλατανιά ως εντυπωσιακό Selim, τον βαθύφωνο Τάσο Αποστόλου ως ιεροπρεπή Kadur και τον «καλής» Γαλλικής σχολής τενόρο Florent Leroux-Roche στον επικουρικό ρόλο τού Amgiad.
Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, στις 21 Ιανουαρίου, η ίδια αίθουσα ζούσε στιγμές λυρικής αποθέωσης με ένα μελοδραματικό εδεσματολόγιο έργων τής πλέον απαιτητικής επιλογής, που Ιταλοί συνθέτες δημιούργησαν για Γαλλικές σκηνές, υπό τον συλλογικό τίτλο «Boulevard des Italiens». Αστέρες τού πλέον απεσταγμένου Belcanto, όπως η υψίφωνος Catherine Hunold, ο τενόρος Dmitri Korchak και ο βαθύφωνος Marco Mimica, υπό την διεύθυνση τού Alessandro Bonato επικεφαλής τής Χορωδίας και της Συμφωνικής Ορχήστρας τού Δήμου Αθηναίων, παρουσίασαν κοσμήματα υψηλής δεξιοτεχνίας, φραστικής και εξαγγελίας στην αυθεντική Γαλλική τους απόδοση από όπερες των Cherubini, Spontini, Rossini, Donizetti και Verdi. Η εναρκτήρια σπανιότητα τής εισαγωγής στον «Αλή Μπαμπά και τους 40 Κλέφτες» τού πρώτου, το οραματικό φινάλε από τον «Γουλιέλμο Τέλλο» ή το σεξτέτο από τη «Λουτσία Ντι Λάμμερμουρ», όπως την άκουσε η Μαντάμ Μποβαρύ, ήταν ελάχιστοι από τους σταθμούς τής εκδήλωσης. Μια μοναδική για τους Αθηναίους ευκαιρία που απέδειξαν με τον ενθουσιασμό τους ότι εκτίμησαν…