του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Η έλευση τού Πάσχα των Καθολικών και Ευαγγελικών αδελφών μας συνέπεσε με την παρακολούθηση, στην Κρατική Όπερα της Βιέννης, μιας από τις τελευταίες παραστάσεις τού βαγκνερικού «Parsifal» στην -κατά κυριολεξίαν «εμβληματική»- παραγωγή τού Kirill Serebrennikov, «ιερό σκηνικό φεστιβαλικό έργο» που είχαμε σχολιάσει εκτενώς από τη στήλη στο νεκρό χρόνο τής πανδημίας και του οποίου η τελετουργική πλοκή κορυφώνεται την Μεγάλη Παρασκευή. Είχε προηγηθεί η παρακολούθηση τής πρώτης -κατ’ ουσίαν- έκθεσης τού Νίκου Καραθάνου σε σκηνοθεσία όπερας, με την εκ μέρους τής Εθνικής Λυρικής Σκηνής αναβίωση παρόμοιας αναφοράς διπτύχου, τής πασχαλινής «Αγροτικής Ιπποσύνης» τού Pietro Mascagni και των «Παλιάτσων» τού Ruggero Leoncavallo, που, παρεμπιπτόντως, διαδραματίζονται τον Δεκαπενταύγουστο, που αποκαλείται «Πάσχα τού Καλοκαιριού». Με εγκόλπιο σύντροφο, κατά την καθ’ ημάς Μεγάλη Εβδομάδα, τον «Πάρσιφαλ» και τη σχεδόν εμμονική μελέτη μας γύρω απ’ αυτόν, σκοντάψαμε σε απλοϊκή συγκριτική αντιπαράσταση τού διαδικτύου ανάμεσα στις δύο πασχάλιες λυρικές δημιουργίες και αναλογισθήκαμε την ισοπεδωτική κρίση τού ανώνυμου σχολιαστή για την απαιτητικότερη πρώτη.
Έστω λοιπόν και με μόνους εναπομείναντες, από την διανομή τής άνευ κοινού τηλεοπτικής παρουσίασης με επώνυμο ήρωα τον Jonas Kaufmann, την φωνητικά και υποκριτικά αναφορική Κούντρυ τής Elina Garanča και τον νεαρό Πάρσιφαλ τού βωβού αλλά παραστατικότατου Nikolai Sidorenko, η σκηνοθεσία τού Ρώσου αντιφρονούντος και αυτοεξόριστου Σερεμπρένικοφ αποτέλεσε -και εκ του σύνεγγυς- μάθημα αποφλοίωσης τού βαθιά ανθρώπινου αυτού έργου από το τελετουργικό και φορμαλιστικό του επίχρισμα και μετατροπή του σε μελοδραματική εμπειρία πανανθρώπινα φιλάλληλης διάστασης, με όρους ουσίας και μακριά από εμφατικές πομφόλυγες πολιτικής και φιλοσοφικής ορθότητας. Υπό μίαν άποψη το ακριβώς αντίθετο από την παραστατική εμπειρία τής «Καβαλλερία Ρουστικάνα», όπου η σύμπραξη τού Καραθάνου με τον «μουσικό δραματουργό» (;) Άγγελο Τριανταφύλλου απέδωσε τον κυριολεκτικό σκηνογραφικό «εγκλωβισμό» των μονωδών και της χορωδίας (Leslie Travers), ενισχύοντας την εκ των υστέρων υποψία μας για πρόχειρη, οιονεί συναυλιακής διευθέτησης, προσαρμογή τού κατά βάσιν προορισμένου -και κατάλληλου- για τους «Παλιάτσους» σκηνικού.
Τούτων πάντως ούτως εχόντων και υπό την οργανική διεύθυνση τού Débutant στην ΕΛΣ Antonello Allemandi, απολαύσαμε τόσο τον Τουρίντου όσο και τον Κάνιο τού 41χρονου Αρμένιου τενόρου Arsen Soghomonyan, τού πρώην κορυφαίου βαρυτόνου τού Θεάτρου Στανισλάβσκι τής Μόσχας και μαθητή τού θρυλικού βαρυτόνου Pavel Lisitsian. Το ασφαλές βαρυτονικό θεμέλιο τής φωνής απέδωσε στους ρόλους όλο το φωνητικό δραματικό τους περιεχόμενο και προορίζει τον καλλιτέχνη και για βαγκνερικές αναθέσεις. Παρομοίως ισχυρός ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς ως συναρπαστικά πειστικός Άλφιο και Τόνιο. Η ομοιογένεια και η μουσικότητα τής μεσοφώνου Ekaterina Gubanova ουδόλως εμπόδισε την υποκριτική εμβάθυνση στο ρόλο της Σαντούτσα, ενώ η υψίφωνος Celia Costea σκιαγράφησε μια μεστή και ατρόμητη Νέντα. Ιδανικός εραστής αναδείχθηκε ο Σίλβιο τού μελίρρυτου Ζακυνθίου βαρυτόνου Διονυσίου Σούρμπη, κομψότητα tenore di grazia χάρισε στον Αρλεκίνο ο τενόρος Γιάννης Καλύβας, πειστικές βινιέτες προστέθηκαν από τη Μάμα Λουτσία της Τζούλιας Σουγλάκου και τη Λόλα τής Διαμάντης Κριτσωτάκη.