Επιστροφή του Οδυσσέα» στο Ηρώδειο

77

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

        Τίποτε ίσως δεν αναδεικνύει σαφέστερα το μέγεθος του γενάρχη της σύγχρονης όπερας Claudio Monteverdi όσο τα καταληκτικά ντουέτα στις δυο ώριμες σωζόμενες όπερές του, τη «Στέψη της Ποππαίας» και την «Επιστροφή του Οδυσσέα στην πατρίδα». Ξέπνοο το πρώτο, ως επίμετρο φιλήδονης επικράτησης για το αδίστακτο ζεύγος της Ρώμης, αισιόδοξα λυτρωτικό το έτερο για τους ταλαιπωρημένους βασιλείς της ομηρικής Ιθάκης. Η σχετική, κολακευτική για τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Αγίου Μάρκου, σύγκριση με τον κατά αιώνες νεότερό του Βέρντι, ενεργοποιεί περαιτέρω τον συνειρμό για βιογραφικές παραλληλίες, μέσα από τη ζωογόνα και υψηλού επιπέδου έμπνευση που τους προσπόρισαν πολύ νεότεροί τους λιμπρετίστες. Giacomo Badoaro  και Arrigo Boito κατόρθωσαν να αποσπάσουν τους μουσουργούς από φαινομενικά οριστική λυρική απομαχία, με καταλυτικά για την ιστορία του είδους αποτελέσματα. Ο πρώτος μάλιστα, σε εποχή κυριαρχίας του λόγου έναντι της μουσικής, δεν δίστασε να ευλογήσει τις ριζικές «βελτιώσεις» του κειμένου του από τον Μοντεβέρντι με την έντυπη προλογική διαπίστωση ότι «ο Οδυσσέας μου οφείλει περισσότερα σε Σάς από όσα ο πραγματικός Οδυσσέας στη σταθερά συγκαταβατική Αθηνά».

         Η αρχική 5πρακτη μορφή του έργου συντόμως πυκνώθηκε σε 3 πράξεις, αλλά η έκδοση που παρακολουθήσαμε στο Ηρώδειο, στις 5 Αυγούστου, με αδιάκοπη ροή  μιας ώρας και 45 λεπτών μουσικής, ανταγωνίσθηκε, λόγω διευθετήσεων της πανδημίας, την αντιστοίχως δραστικά περικεκομμένη πρωτοπόρο ηχογράφηση της Vox, του έτους 1964, υπό τον 92 χρονο σήμερα ερευνητή, οργανίστα και μαέστρο Rudolf Ewerhart. Η Αθηναϊκή σκηνική αναβίωση, σε διδασκαλία της Μαριάννας Κάλμπαρη,  χωρίς περιττές προκλήσεις και ανοιχτή στο χιούμορ, συνέβαλε στην τόνωση της δραματουργικής συνοχής της όπερας, με αβίαστη και σφιχτή εναλλαγή τραγικών και ιλαρών επεισοδίων. Η ρυθμικά σφριγηλή αλλά και ενσυναίσθητη μουσική διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου, επικεφαλής της έμπειρης πλέον Καμεράτα – Ορχήστρας Φίλων της Μουσικής και με τον ευφάνταστο Μάρκελλο Χρυσικόπουλο στο τσέμπαλο και τη μουσική προετοιμασία, επέτυχε εύλογες όσο και πιστευτές «περιπέτειες», αναδεικνύοντας με προσήλωση το εξαίσιο και εντελώς προσωπικό εκφραστικό αποτύπωμα της parola scenica του Μοντεβέρντι.

        Οδυσσέας και Πηνελόπη δεσπόζουν στο έργο. Εκείνη, με στάσιμη μεγαλοπρέπεια, που ενσάρκωσε δωρικά η διεθνώς πολύπειρη μεσόφωνος Μαίρη Έλεν Νέζη, μεστή και έγκυρη, φωνητικά και υποκριτικά. Κι εκείνος με πολυποίκιλη και πολυμήχανη έμπνευση για την παλινόρθωση στην οικογενειακή και ηγετική του θέση, μια μουσικοδραματική ευκαιρία δόμησης χαρακτήρα που εξάντλησε με αστείρευτη πληθωρικότητα και τόλμη ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος, πρωτεϊκός, με παραδειγματική εξαγγελία του κειμένου. Στο πλαίσιο μιας -ως επί το πολύ- ομοιογενούς διανομής πολλών χαρακτήρων από λίγους ερμηνευτές, ξεχωρίσαμε μεταξύ άλλων τον υπερτονισμένο Ίρο (και λόγω ενδυματολογίας της Γεωργίνας Γερμανού) του Δημήτρη Ναλμπάντη, την ακριβή και δροσερή Μίνα Πολυχρόνου στο ρόλο -κυρίως- του Έρωτα, τον φωνογενή, στιλπνό Τηλέμαχο του Βασίλη Καβάγια, την πειστική Μελανθώ της Ελένης Βουδουράκη, τον δυναμικό Αντίνοο του Μάριου Σαραντίδη, την πιστή Ευρύκλεια της Έλενας Μαραγκού, αλλά και τον υποσχόμενο Αμφίνομο του και διεθνώς κινητικού τενόρου Νικόλα Μαραζιώτη.