του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Έχοντας επικεντρωθεί στο διεγερτικό απόθεμα κοινωνιολογικών και ιστορικών υπαινιγμών της «Μαντάμ Μπατερφλάυ», διανύσαμε ευχερώς την απόσταση μέχρι την ενεργοποίηση ενός συνειρμού που καταδεικνύει παραλληλίες περιόδων που φάνταζαν μακρινές!
Η ημερολογιακή σύμπτωση της προσέλευσής μας στην αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», τον μήνα Οκτώβριο, καθιστά αναπόδραστη την αναφορά στη «Μαντάμ Μπατερφλάυ» της 25ης Οκτωβρίου 1940, με πρωταγωνίστρια την Ζωή Βλαχοπούλου, που είχε δοθεί με παρουσία της πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας και τιμώμενο επισκέπτη της νεοσύστατης Εθνικής Λυρικής Σκηνής του τότε Βασιλικού Θεάτρου τον Αντόνιο Πουτσίνι, γιο του συνθέτη, 24ωρα προτού ο Ιταλός πρέσβης επιδώσει στον αγουροξυπνημένο Έλληνα πρωθυπουργό το πολεμικό τελεσίγραφο που οδήγησε σε σχηματικό αλλά ομόθυμο, ηγετικό και λαϊκό, «ΟΧΙ».
Η σκέψη μας πέταξε όμως και στην ακριβώς προ έτους παρακολούθηση του έργου στην Κρατική Όπερα της Βιέννης, συμπτωματικά με πρωταγωνίστρια την δεύτερη των διαπρεπών πρωταγωνιστριών της παρούσας αναβίωσης Κριστίνε Οπολάις. Τότε η είσοδός μας στο ιστορικό κεντροευρωπαϊκό θέατρο είχε λάβει χώραν υπό τις πρωτόγνωρες για την αυστριακή πρωτεύουσα διαμαρτυρίες συγκεντρωμένων Κούρδων για τη νωπή και απροσχημάτιστη εγκατάλειψή τους από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον (εκτός απροόπτου) απερχόμενο πρόεδρό τους. Με πρόσφατη την αιματοχυσία αθώων στην ίδια ειδυλλιακή κεντρική οδό που είχαμε περπατήσει, η παραλληλία με την όπερα του Πουτσίνι και εν προκειμένω δυσχερώς αποκρούεται.
Εν πάση περιπτώσει, η αποδέσμευση της αναδρομής και η ενεργοποίηση παρεκτάσεων της επίγνωσης στον θεατή αποτελούν λυδία λίθο της επιτυχίας μιας παραγωγής όπερας και οι ίδιες επιβεβαιώνουν πανηγυρικά τη σφαιρική ικανοποίηση από μια κορυφαία αναβίωση της «Μαντάμ Μπατερφλάυ», όπως αναμφισβήτητα υπήρξε η πρόσφατη επετειακή αθηναϊκή. Με δεδομένη μάλιστα την κρισιμότητα του επώνυμου ρόλου για την επιτυχία αυτή, ως παράπλευρο μέτρο της αξιολογούμε και την άδικη αντιμετώπιση (αποδοκιμασία στο Λονδίνο και χλιαρή επιβράβευση στην Αθήνα) άξιων ερμηνευτών του υποπλοιάρχου Πίνκερτον. Τη διαπίστωσή μας ενισχύει παρατήρηση του συνεργάτη της βρετανικής «The Guardian» για παραγωγή της Βασιλικής Όπερας Κόβεντ Γκάρντεν, που εντοπίσαμε σε ανάρτηση της 28/03/2017. Ερμηνεύοντας αποδοκιμασίες για τον -οικείο ως αθηναϊκό Δον Κάρλος του Δεκεμβρίου 2019- Marcelo Puente (Πίνκερτον της πρώτης Τσο-Τσο-Σαν στην αθηναϊκή αναβίωση, Ερμονέλα Γιάχο), την επίδοση του οποίου αξιολόγησε ως «μίαν από τις πλέον πλήρεις και πειστικές», ο Tim Ashley καταφεύγει στην εκτίμηση ότι «τα κοινά της όπερας αναπτύσσουν την συνήθεια να αποδοκιμάζουν τους ερμηνευτές αποκρουστικών σκηνικών χαρακτήρων»!
Το απαράδεκτο αυτό φαινόμενο ευτυχώς αποκαθίσταται στα καθ’ ημάς με την κινηματογραφική λήψη των παραστάσεων της (10ης και) 16ης Οκτωβρίου, που εγκαινίασε το ψηφιακό κανάλι της ΕΛΣ στις 25 Νοεμβρίου και προβλέπεται να διαιωνίσει μίαν αλησμόνητη μελοδραματική εμπειρία, ακόμη και για θεατή εξοικειωμένο με το πλήρες ανάπτυγμα ηχοληψίας της συγκεκριμένης όπερας. Η διαπίστωση ενισχύεται και από την σύγκριση με τη βραδιά της 1ης Νοεμβρίου, που επίσης παρακολουθήσαμε και έμελλε να συμπέσει με την απρόοπτη αναστολή επόμενων παραστάσεων, συμμετρική με την ακύρωση των δύο πρώτων της νέας παραγωγής.