του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Όσοι διακινδυνεύουν να ψυχολογούν τον Τζάκομο Πουτσίνι με βάση το βλέμμα νωθρής αυταρέσκειας στις φωτογραφίες του δυσκολεύονται να κατανοήσουν την διαδικασία που οδήγησε τον συνθέτη να επιλέξει τη «Μαντάμ Μπατερφλάυ» ως θέμα όπερας που έμελλε να σημαδέψει βαθιά τη ζωή του. Μόνον όμως με αυτή την επιδερμική θεώρηση η φαινομενική απάθεια ενός δημιουργού, που στοχεύει και, όταν ερμηνεύεται σωστά, επιτυγχάνει τα δάκρυα του θεατή, ξενίζει σε σχέση με τον εύστοχο στρατηγικό πραγματισμό στην επιλογή των θεμάτων του. Εξάλλου, η μαρτυρούμενη συγκίνησή του κατά την παρακολούθηση του θεατρικού έργου του δημοφιλούς Ντέηβιντ Μπελάσκο, που αποτέλεσε τη βάση για την αγαπημένη μικρή του Γιαπωνέζα, συνδέεται άμεσα με το βάθος, την τελειοθηρία και την ειλικρίνεια της έμπνευσής του και επομένως αιτιολογεί την ακλόνητη αφοσίωση στην ηρωίδα του, σε πείσμα μιας από τις οδυνηρότερες αποτυχίες πρεμιέρας στην ιστορία του λυρικού Θεάτρου. Το ίδιο ακλόνητη υπήρξε εξάλλου και η δική της προσήλωση σε έναν εγκληματικής ελαφρότητας Αμερικανό σύζυγο, που αξιοποιεί επιπόλαια την κοινωνικά και νομικά μειονεκτική θέση των γυναικών σε μίαν άλλη κοινωνία, προκειμένου να εμπλουτίσει αψήφιστα την απόλαυση μιας ολιγοήμερης άδειας εξόδου από το πολεμικό πλοίο όπου υπηρετεί.
Το «Αβραάμ Λίνκολν» της όπερας αγκυροβολεί στο Ναγκασάκι, τη δεύτερη από τις Ιαπωνικές πόλεις που έπληξαν οι ατομικές βόμβες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η επιλογή της ως στόχου δεν μοιάζει μολαταύτα να επηρεάσθηκε από τη λυρική διάδοση του τοπωνυμίου της. Ακόμη και συνεκτιμώντας όμως την απόσταση του Πουτσίνι από κοσμοθεωρητικές και ιδεολογικές στρατεύσεις στα έργα του (συγκριτικά ευαπόδεικτη στην αντιπαράσταση της δικής του «Μποέμ» με εκείνη του Λεονκαβάλλο), οι όπερές του συχνά αποτελούν εύφορη γη για ανάδειξη κοινωνικών και πολιτικών προεκτάσεων και η «Μαντάμ Μπατερφλάυ» δεν αποτελεί εξαίρεση. Το γεγονός αυτό οφείλεται, κατά την άποψή μας, στην υπαινικτική
αποτύπωση σειράς λαογραφικών και ιστορικών στοιχείων και στην όπερα αυτή, με ακρίβεια που όμως αποτάσσεται τον διδακτισμό. Στο πνεύμα αυτό, ο Πουτσίνι και το έμπειρο δίδυμο των συνεργατών του Λουίτζι Ίλλικα και Τζουζέππε Τζακόζα εμπλουτίζουν ευφυώς -και επιτυγχάνουν να διευρύνουν- το δράμα με ενδιαφέροντα δεδομένα γεωπολιτικής και ανθρωπολογικής επικαιρότητας της εποχής τους. Το άνοιγμα της Ιαπωνίας στον κόσμο, η υπερπόντια διείσδυση, η διαλεκτική των πολιτισμών, ακόμη και η πρωτοπορία του Ναγκασάκι ως κοιτίδας εκχριστιανισμού της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου είναι εκεί, τόσο ως σκηνικά γεγονότα που σημαίνονται με τυπική για τον Πουτσίνι οικονομία, όσο και ως ερανισμός μουσικών παραπομπών, από τον Αμερικανικό Εθνικό Ύμνο έως τα δημώδη άσματα της Αυτοκρατορίας, όπως τα αφομοίωσε αριστοτεχνικά στον ιστό της μουσικής του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όπερές του, όπως κατ’ εξοχήν η «Τόσκα» και η «Μαντάμ Μπατερφλάυ», αναβαπτίζονται διαρκώς στο ισχυρό δραματουργικό τους υπόβαθρο, προσφέροντας, σε αρκούντως ταπεινούς και πρόθυμους σκηνοθέτες και θεατές, εναύσματα επανόδου σε εκ βάθρων εξονυχιστική μελέτη παρτιτούρας και κειμένου. Έπαθλό τους ευκαιρίες εμβάθυνσης και απόλαυσης που θα επιχειρήσουμε να ψηλαφίσουμε στη συνέχεια!