Η Μήδεια του Μπέντα και ο συναρπαστικός δρόμος προς αυτήν

44

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

       Με τη νέα υγειονομική σφράγιση των παραστατικών χώρων η μουσική πραγματικότητα των Αθηνών μετατράπηκε σε αμιγώς ψηφιακή. Πλήθος διαδικτυακά προσφερόμενων, διεθνών αλλά και εγχώριων εκδηλώσεων του πρόσφατου αλλά ενίοτε και απώτερου παρελθόντος, ήλθαν να ισοσκελίσουν,  χωρίς διακύβευμα συγχρωτισμού, τη διεθνή σιγή στην επικράτεια της Μουσικής. Παραλλήλως αναγγέλλονται άνευ κοινού εκδηλώσεις, οι οποίες όμως, στερούμενες τηλεοπτικής εκπομπής τους, κινδυνεύουν να μην σηματοδοτούν επαρκή αίσθηση συλλογικά βαρύνοντος γεγονότος.

     Σε παρόμοιο πλαίσιο, λοιπόν, και με σταδιακή απομείωση του αρχικώς εξαγγελθέντος προγράμματος, το «Κέντρο Ίδρυμα Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος» παρουσίασε, στις 30 Νοεμβρίου και σε δικτυακή ροή από την φερώνυμη αίθουσα, το «μελόδραμα», άλλως «μονόδραμα» «Μήδεια» του Τσέχου συνθέτη  Jiří Antonín Benda (1722-1795), συντηρώντας ευπρόσδεκτα και την παραμονή της στήλης μας στον κόσμο των Μπαχ. Και αυτό επειδή μάς διαφεύγει η περίπτωση δυναστείας μουσικών που να παραβάλλεται ευτυχέστερα, σε διάρκεια και σημασία, με εκείνην των Μπαχ  από την οικογένεια των Μπέντα, που διαιωνίζει την συνέχεια και την προσφορά της αυτή ήδη από την πρώτη γενεά των εγκατεστημένων κατά τα τέλη του 16ου αιώνα στη Βοημία προγόνων της μέχρι και τη σημερινή εποχή. Σημαντικός εκπρόσωπός της ο δεξιοτέχνης του βιολιού και της βιόλας, γεννημένος στη Βραζιλία, αρχιμουσικός Christian Benda, που, στα 1996, πραγματοποίησε την πρώτη -και μέχρι στιγμής μόνη- ευρείας κυκλοφορίας ηχογράφηση (Naxos) για τη «Μήδεια» (εγγραφή της Accord, με την Ορχήστρα Δωματίου της Λωζάννης, δεν έχει τύχει στο δρόμο μας, ενώ ο οίκος Coviello αναγγέλλει, για τις 8 Ιανουαρίου 2021, την κυκλοφορία λήψης του 2019 με  την ηθοποιό Katharina Thalbach, την Cappella Aquileia και αρχιμουσικό τον γνωστό στους Αθηναίους Marcus Bosch).  

Σε κάθε περίπτωση, η ερασιτεχνική αγάπη του χωρικού και οθονιοπλόκου (υφαντή λινού) το επάγγελμα γενάρχη των Μπέντα για τη Μουσική ενισχύθηκε δραματικά από τον γάμο του με την Dorota Brixi, μέλος επιφανούς μουσικής οικογένειας της Βοημίας. 5 από τα 6 παιδιά τους έγιναν μουσικοί, με τον πρεσβύτερο επιβιώσαντα František (Franz) να πλαισιώνει ως 23χρονος βιολονίστας,  μετά την οδυνηρή απώλεια μιας ωραίας φωνής παιδικού κοντράλτο και με τη μεσολάβηση του αυλητή και συνθέτη Johann Joachim Quantz, την Αυλή του επίσης φλαουτίστα και μουσουργού «Μεγάλου» Φρειδερίκου της Πρωσίας. Η  αποδέσμευση ολόκληρης της οικογένειας Μπέντα από την υπηρεσία στον τοπικό ευγενή και η μετεγκατάστασή της στην  Πρωσία, με προσωπική επιμέλεια του στρατάρχη πρίγκιπα Λεοπόλδου του AnhaltDessau, αναφερόμενου προσωπικά στον Βασιλέα για την επιχείρηση (!), πέρα από την παραμυθένια της διάσταση, βρίσκει τη δικαίωσή της στη μετέπειτα ίδρυση της Βασιλικής Ακαδημίας της Μουσικής, στην οποία συνετέλεσε ο Βοημός. Μάλιστα, έναν αιώνα μετά, ο θρυλικός βιολονίστας και οικείος του Μπραμς Joseph Joachim, ως ο διευθυντής της, θεωρούσε εαυτόν τον τελευταίο κρίκο διδακτικής διαδοχής του Μπέντα, επιπλέον, συνιδρυτή, μαζί με τον CPE Bach, της λεγόμενης «Σχολής του Βερολίνου» και εισηγητή, ομού με εκείνον, του νέου ύφους της «Ευαισθησίας» (Empfindsamkeit) που σηματοδότησε τη μετάβαση στον κλασικισμό.