του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Επαίνου συνέχεια για τον «θρεπτικό» καλλιτεχνικό προγραμματισμό τού Δημοτικού Μουσικού Θεάτρου «Μαρία Κάλλας» της ομφάλιας οδού Ακαδημίας με την ευκαιρία σημαντικού αφιερώματος επί τη συμπληρώσει, εντός του 2023, 100 ετών από την γέννηση τής Μαρίας Κάλλας. Αντιστικτικά προς τον ορυμαγδό εύκολης και καταχρηστικής επίκλησης τού οικείου στους πάντες ονόματος τής απόλυτης πριμαντόνας τού 20ού αιώνα, η εκδήλωση εστιάσθηκε απολύτως στη δική της δράση, φωτίζοντας ρεπερτόριο που η νεαρή Μαριάννα Καλογεροπούλου φέρεται ότι είχε υπερασπισθεί στα χρόνια τής νεανικής θητείας της ως πρωταγωνίστριας τής νεοπαγούς ακόμη τότε Εθνικής Λυρικής Σκηνής, εποχή από την οποία. Παρεμπιπτόντως, ότι δεν διασώζονται ηχητικά τεκμήρια τής επίδοσής της. Οι θρυλούμενες «συρμάτινες» ταινίες του Γερμανικού Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών δεν έχουν ανευρεθεί, ενώ οι ολιγάριθμοι ιδιωτικοί δίσκοι γραμμοφώνου, τους οποίους η τότε ακόμη Marie Calas φέρεται ότι χάραξε και αξιοποίησε ως επισκεπτήριες κάρτες κατά την άκαρπη διετία 1945 – 1947 των ακροάσεών της στις ΗΠΑ, όπως μάς εμπιστεύθηκε ο ίδιος ο κάτοχός τους μαέστρος Χριστόφορος Ζαφ. Σπυρόπουλος, παραδόθηκαν μεν σε εκείνον από τη στενή του φίλη Louise Casellotti, δεν έχουν όμως μέχρι σήμερα παρουσιασθεί δημόσια. Το «ελλαδικό» ρεπερτόριο, στο οποίο η Κάλλας δεν έμελλε να επιστρέψει ποτέ αργότερα, συμπεριελάμβανε την εναρκτήρια τής σκηνικής της σταδιοδρομίας οπερέτα τού Franz von Suppé «Boccaccio», την όπερα τού Eugen d’ Albert «Tiefland», τον «Fidelio» τού Μπετόβεν (ιδέα για την Λεονώρα της παρέχει σπάραγμα από τα ηχογραφημένα σεμινάρια τής απόμαχης στο Julliard School, ενώ η μαρτυρία τής αυτόπτη θεατή παράστασης τού 1944 Έλλης Σολομωνίδου-Μπαλάνου αναμένει την επείγουσα καταγραφή της από τους άοκνους ερευνητές τού Ωδείου Αθηνών), καθώς και την καταληκτική των εμφανίσεών της στην Ελλάδα -μία και μοναδική- παρουσίαση τής οπερέτας «Der Bettelstudent» του Carl Millöcker.
Στην περίπτωση πάντως παραστάσεων τού μουσικού δράματος «Ο Πρωτομάστορας», που ο Μανώλης Καλομοίρης συνέθεσε πάνω σε -κατά βάσιν- ιδία διασκευή θεατρικού έργου τού Νίκου Καζαντζάκη, η συμμετοχή τής μόλις 21ετούς Καλογεροπούλου προοριζόταν για δευτερεύοντα χαρακτήρα, αλλά, αν δεν μάς έχει διαφύγει κάποιο νεώτερο τεκμήριο ιστορικής έρευνας, μάλλον εκλήθη να επωμισθεί την πρωταγωνίστρια Σμαράγδα τουλάχιστον για μιαν από 6 παραστάσεις στο Ηρώδειο (29, 30 Ιουλίου και 1,3,5 και 6 Αυγούστου 1944), ως κάλυψη για την προβλεπόμενη Ζωζώ Ρεμούνδου.
Η πολύτιμη, μία και μοναδική, συναυλιακή παρουσίαση τού έργου στις 27 Ιανουαρίου, στην κατάμεστη αίθουσα «Μαρία Κάλλας» του πρώην εθνικού μας λυρικού θεάτρου, έγινε σε κλίμα γενικής συγκίνησης και εκ του λόγου ότι αφορούσε έργο του συνθέτη που φιλοδόξησε και επέτυχε να καθιερωθεί ως ο γενάρχης μιας Ελληνικής Εθνικής Σχολής κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα του 19ου αιώνα. Τα εξαίρετα κείμενα τής εν άλλοις εκλεκτής λυρικής καλλιτέχνιδας Μάιρας Μηλολιδάκη εντείνουν τις αξιώσεις του Καλομοίρη ως θεμελιωτή μιας ελληνικής μουσικής «Μεγάλης Ιδέας’, που συνέπεσε χρονικά με την έξαρση τού εθνικού μας αλυτρωτισμού και την ανάδειξη τού Ελευθερίου Βενιζέλου ως του εθνικού «Πρωτομάστορα»…
Αποτιμώντας την μία και μόνη συναυλιακή αναβίωση του «Πρωτομάστορα» στα «Ολύμπια», την πρώτη, αν δεν απατώμεθα, μετά τον κύκλο τεσσάρων παραστάσεων τής μετα-ολυμπιακής εποχής που η Εθνική Λυρική Σκηνή είχε προγραμματίσει στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών το 3ο δεκαήμερο τού Ιανουαρίου 2008, οφείλουμε να επισημάνουμε την δυσαναλογία των μεγαλεπήβολων καλλιτεχνικών οραμάτων του Καλομοίρη τόσο σε σχέση με το ποιητικό – δραματουργικό όσο και με το μουσικό αποτύπωμα αυτού τού φιλόδοξου λυρικού πρωτόλειου. Παρά τις σπουδές του στο εν τω μεταξύ μαρτυρικό Χάρκοβο τής εισέτι πολιορκούμενης Ουκρανίας, ο συνθέτης επιχείρησε εν έτει 1916 να εμβολιάσει επικαίρως την εθνική απελευθερωτική εξόρμηση με το ευρείας απήχησης για την εποχή του ρητορικό μέγεθος τού Ρίχαρντ Βάγκνερ. Όπως όμως συνέβη με ουκ ευαρίθμους ακολούθους τού μεγάλου Γερμανού – πρβλ. αντί άλλων τον Ευγένιο Ντ’ Αλμπέρ, του οποίου, παρεμπιπτόντως, τον «Κάμπο» (Tiefland) η νεαρή Μαριάννα Καλογεροπούλου είχε επίσης ερμηνεύσει στην κατοχική Αθήνα-, η μίμηση δεν αποδείχθηκε ούτε μετρίως αντάξια του πρωτοτύπου. Το ποιητικό κείμενο του Καλομοίρη, παρά την αρωγή σημαντικών λογοτεχνών, δεν επιτυγχάνει λυρική έξαρση, οι χαρακτήρες του «μουσικού δράματος» παραμένουν σχηματικοί και η ίδια η μουσική πολύ συχνά δεν καταφέρνει να «βολευτεί» πάνω στον φέροντα οργανισμό τού στίχου. Αλλά και ο συμφωνικός όγκος που επιφυλάσσεται στην ορχήστρα αποδεικνύεται συχνά αδιαπέραστος και δυσχεραίνει έτι περαιτέρω τις απαιτήσεις από τις φωνές, που όχι μόνον καλούνται να τον υπερκεράσουν, αλλά επιπλέον να υπηρετήσουν με απαιτήσεις δραματικής εξαγγελίας μια καταφανώς επιζήμια για τις ίδιες τεσσιτούρα στην πιο υψηλή περιοχή. Και όλα αυτά χωρίς τελικά να επιτυγχάνεται η κάθαρση των παθημάτων τής τραγωδίας, κατ’ εξοχήν συμπεριλαμβανομένου και του μελοδράματος.
Το έργο υπηρετήθηκε πάντως αξιόπιστα έως και εμπνευσμένα από τις Συμφωνική και Φιλαρμονική Ορχήστρα τού Δήμου Αθηναίων υπό την αφοσιωμένη μπαγκέτα τής Ζωής Τσόκανου και από μιαν αμιγώς Ελληνική φωνητική διανομή υψηλών επιδόσεων στους δυσχερέστατους, φευ όμως άχαρους ρόλους τους. Τον εξοντωτικό εκείνο της Σμαράγδας, υπό την σκιά τής προ 80ετίας -μη σωζόμενης- ερμηνείας τής Κάλλας, επωμίσθηκε με ισχύ φωνής και προσωπικότητας η υψίφωνος Μαριτίνα Ταμπακοπούλου. Πιστεύουμε μολαταύτα ότι η χαρισματική φύση και το ταλέντο της διακυβεύουν πολλά με την ανάληψη ρόλων σαν και αυτόν από τόσο τρυφερή ηλικία και χωρίς ακόμη (;) επαρκή τεχνική θωράκιση. Πλάι της, στον επίσης υπεράνθρωπο επώνυμο ρόλο ο τενόρος Κωνσταντίνος Κληρονόμος κατέγραψε νεανικό σφρίγος και ακάματη αντοχή στις στρατοσφαιρικές εκτινάξεις τής γραφής. Αντιθέτως, με βαγκνερική προϋπηρεσία προσήλθε στο μέρος τού Άρχοντα ο μπασοβαρύτονος Άρης Αργύρης, ενώ εύηχες βινιέτες χάρισαν η μεσόφωνος Μαρία Βλαχοπούλου ως Μάνα, η κολορατούρα Δανάη Κοντόρα ως Τραγουδιστής και ο βαθύφωνος Πέτρος Μαγουλάς ως Γέροντας! Συνοψίζοντας, ήταν μια ακόμη ευκαιρία επιβεβαίωσης επωφελούς στοχοθεσίας τού αγαπημένου στους Αθηναίους πρώην λυρικού Θεάτρου και μια ηχηρή απόδειξη τής σημασίας τής ανάθεσης καθηκόντων σε ανθρώπους που γνωρίζουν το αντικείμενό τους ακριβώς επειδή το αγαπούν!