του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Αποδείχθηκε χρήσιμο το ιστορικό παραστασιολόγιο τής Σοφίας Κομποτιάτη, στο βιώσιμων διαστάσεων προγραμματικό τεύχος για την έναρξη τού Φεστιβάλ Αθηνών 2017 με την tragedia giapponese «Madama Butterfly» τού Giacomo Puccini, προκειμένου να υπομνήσει ότι η λυρική αυτή δημιουργία, στην κατάλληλη, για μνημειακών διαστάσεων χώρους όπως το Ωδείον Ηρώδου τού Αττικού, ιστορικά πιστή, παραγωγή τού Hugo de Ana, είχε εγκαινιάσει, εκ μέρους τής Εθνικής Λυρικής Σκηνής, όχι μόνον την τότε καλλιτεχνική περίοδο τού Φεστιβάλ αλλά και, προηγουμένως, του Ιουλίου 2013. Η αναβίωση αυτή διαδέχθηκε την αισθητικά ευρηματική τού Νίκου Πετρόπουλου για το Θέατρο «Ολύμπια» τού Μαρτίου 2005, που επαναλήφθηκε τη επόμενη καλλιτεχνική περίοδο, ενώ προσαρμόσθηκε στις ανάγκες αίθουσας τού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, τον Μάρτιο 2010, από τον συνεργάτη του Franco Mazzucchelli. Σημειωθείτω ότι η σκηνοθεσία Πετρόπουλου είχε προκύψει μετά από απουσία τής όπερας από το Θέατρο για 12 χρόνια, ενώ αντικατέστησε παλαιότερη του Σέργιου Βαφειάδη που, με μικρά διαλείμματα, είχε υπηρετήσει το έργο από την σαιζόν 1964/5 έως και εκείνη τού 1992/3!
Έστω και με περιορισμένη ενορχήστρωση τού Ettore Panizza, η παραγωγή τού Ντε Άνα επανήλθε θριαμβευτικά και συγκινητικά τον Οκτώβριο τού 2020, εν μέσω πανδημίας και με εξέχουσες Τσο-Τσο-Σαν τις Ermonela Jaho, Kristīne Opolais και Celia Costea στην αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος». Εν τω μεταξύ δε, οι -ανύποπτοι ακόμη για την κατάργησή τους- θεατές είχαν το προνόμιο να παρακολουθήσουν το ίδιο έργο, στο πλαίσιο αναμεταδόσεων από την Μετροπόλιταν Όπερα, σε άλλη διεθνώς ανεγνωρισμένη σκηνοθεσία, εκείνη τού πρόωρα εκλιπόντος Anthony Minghella!
Μετά από αυτή την εκτενή ακολουθία επανόδου τής «Μαντάμ Μπατερφλάυ» και με δεδομένες τις εξαιρετικές επιδόσεις τόσο διεθνώς προβεβλημένων προκατόχων του, διερωτώμεθα ποιος ήταν ο λόγος οιασδήποτε επιγενόμενης διάθεσης κονδυλίου για νέα παραγωγή τού Olivier Py (η τηλεοπτική μετάδοση αυτής, αντί της προμνησθείσης του 2020, επίσης λυπεί). Το ερώτημα δε επεκτείνεται και στο κριτήριο τής ανέμπνευστης επιλογής από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και λειτουργούς, ενώ τόσα έργα ρεπερτορίου αναμένουν την ανακάλυψή τους από την διαφημιζόμενη ως νέα ΕΛΣ, και τούτο ασχέτως τής «μεγάλης δωρεάς» τής σχετικής δαπάνης από ιδιωτικό φορέα.
Το ερώτημά μας τέλος, φυσικά «ρητορικό» αλλά και ανοικτό σε απαντήσεις, ενισχύει το μέτριο αποτέλεσμα τής παράστασης που παρακολουθήσαμε, με ένα απλό κολλάζ διαφημίσεων προϊόντων στον τοίχο τού Ηρωδείου, δίκην σκηνικού, και ουσιαστικά κενό τον κύκλο τού προσκηνίου, στην ανεξάντλητη διάθεση εφεστίων θεοτήτων της ηρωίδας (Pierre-André Weitz). Εμφανής εξάλλου η υστέρηση τής -ελαφρύτερης από τις απαιτήσεις τού επώνυμου ρόλου- υψιφώνου Anna Sohn, υπό την ακριβή διεύθυνση τού Βασίλη Χριστόπουλου. Ο ευσταθής Πίνκερτον τού Ιταλού τενόρου Andrea Carè δεν εξόρκισε τη στιβαρή ανάμνηση τού Δημήτρη Πακσόγλου στο χώρο. Και όταν ο πλούσιος ήχος τής Σουζούκι, μεσοφώνου Alisa Kolosova, επισκιάζει την Μπατερφλάυ, τότε ο αξιόπιστος Σάρπλες τού Διονυσίου Σούρμπη και οι βινιέτες πρωταγωνιστών, όπως ο Χάρης Ανδριανός ως πολυτελής Γιαμαντόρι, απλώς δεν επαρκούν! Γιατί;