του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Χρόνια τώρα παρακολουθούμε τις ενδιαφέρουσες διοργανώσεις του Premio Europa per il Teatro, θεσμού που δημιουργήθηκε σε χρόνια Ευρωπαϊκής ευφορίας, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, με πρωτοβουλία του Jack Lang, Γάλλου υπουργού Πολιτισμού επί προεδρίας του François Mitterand, και με τη Μελίνα Μερκούρη, τότε ομόλογό του, ως μια των αναδόχων του. Αφανής ήρωας για την υπέρβαση των ενίοτε ανυπέρβλητων δυσχερειών -κυρίως χρηματοδότησης- της διοργάνωσης είναι ο διαχρονικός γενικός του γραμματέας δρ. Alessandro Martinez, ο άνθρωπος που σεμνά και αποτελεσματικά οργάνωσε, επικεφαλής δοκιμασμένου επιτελείου συνεργατών, και την εξαιρετική εβδομάδα για το «Ευρωπαϊκό Βραβείο Θεάτρου» στη Ρώμη από τις 12 έως τις 18 Δεκεμβρίου 2017. Συνεπής φιλέλληνας, όπως ανέκαθεν τον γνωρίζουμε, και σε αδιάλειπτη επικοινωνία με την «Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών», παρέλαβε και τις δικές μας προτάσεις, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να κατακτήσει, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, Ειδικό Βραβείο της κατηγορίας «Θεατρικές Πραγματικότητες», που απέσπασε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, αλλά και 2 υποψηφιότητες βράβευσης, των σκηνοθετών Δημήτρη Καραντζά και Σάββα Στρούμπου.
Η εκ μέρους μας αναγνώριση της πολυετούς προσφοράς του Μαρτίνεζ δεν έχει όμως να κάνει με τη σύμπτωση αυτής της αδιαμφισβήτητης «εθνικής» ικανοποίησης, αλλά κυρίως με το ξεχωριστά φιλόδοξο επίπεδο της σύλληψης και της πραγματοποίησης του πρόσφατου γεγονότος, συμπεριλαμβανομένης και της φιλοξενίας του σε λαμπρούς ιστορικούς χώρους της «Αιωνίας Πόλεως». Αναφερόμαστε εν πρώτοις στο καλόγουστα ανακαινισμένο Palazzo Venezia του 15ου αιώνα, αρχικά παπική διαμονή και αργότερα έδρα της πρεσβείας της Γαληνοτάτης στη Ρώμη, εγκαταλελειμμένο αφότου ο «Ντούτσε» το είχε αμαυρώσει με την εγκατάσταση σε αυτό της δικής του Ιταλικής κυβέρνησης.
Σε αυτό τον επιβλητικό χώρο, λοιπόν, που μετά από δεκαετίες σιγής έχει αποδοθεί σε χρήσεις πολιτισμού, εκτυλίχθηκαν, μεταξύ πολλών και σημαντικών άλλων, οι πολύωρες συναντήσεις γνωριμίας μας με τους βραβευόμενους της διοργάνωσης που αυτή τη φορά άκουγαν σε βαριά όσο και δημοφιλή ονόματα ηθοποιών του Θεάτρου και του Κινηματογράφου, όπως ο Jeremy Irons και η Isabelle Huppert. Επίλεκτα τιμητικά πάνελ καταπιάστηκαν, από πρωινή ώρα, με την ανάλυση της ζωής και της τέχνης των, ενώπιον των ιδίων, καθημένων στην πρώτη σειρά καθισμάτων. Οι ομάδες των σχολιαστών, προεδρευόμενες από τον επιφανή θεατρικό κριτικό του «Guardian» Michael Billington για τον Άιρονς και τον εξέχοντα Ρουμανικής καταγωγής Γάλλο λόγιο του Θεάτρου Georges Banu για την Υππέρ, συναριθμούσαν κι αυτές τόσον αστέρες εξέχουσας λάμψης, σαν την εμβληματική Fanny Ardant, που αγουροξυπνημένη προσήγαγε στο βάθρο ιπποτικά ο ίδιος ο Άιρονς, όσο και σκηνοθέτες του διαμετρήματος του Γερμανού Volker Schlöndorff και του Πολωνού Krzysztof Warlikowski, πλάι – πλάι με λιγότερο προβεβλημένους ή και εντελώς άγνωστους συνοδοιπόρους της ζωής των βραβευόμενων. Ύστερα ερχόταν επιτέλους η δική Τους σειρά να μιλήσουν. Ξεμοναχιασμένοι και έκθετοι, «εκ βαθέων», όπως όλοι αντιληφθήκαμε, παραμένοντας επί μακρόν δέσμιοι της προσωπικότητας, του μαγνητισμού και -ε, ναι- της γοητείας τους.
Η Τελετή της απονομής των διακρίσεων έλαβε χώραν σ’ ένα άλλο μυθικό για εμάς οικοδόμημα, στο ιστορικό Teatro Argentina του 18ου αιώνα, όπου, παρεμπιπτόντως, στα 1816 είχε την καταστροφική του πρεμιέρα «Ο Κουρέας της Σεβίλλης» του Τζοακίνο Ροσσίνι. Αφήνοντας πάντως, εν κατακλείδι, την αποτίμηση θεατρικών παραστάσεων σε ειδικότερους, αισθανόμαστε την υποχρέωση να μεταφέρουμε ένα πρωτόγνωρα επείγον και ευκρινές μήνυμα της διοργάνωσης, όχι μόνον από τα χείλη του αειθαλούς και αθεράπευτα Ευρωπαϊστή Λανγκ, αλλά και μέσα από ηχηρές απουσίες βραβευόμενων, σαν του έγκλειστου σε ρωσική φυλακή σκηνοθέτη Kirill Serebrennikov, για να μην αναφερθούμε στα αγγλοσαξωνικής καυστικότητας σχόλια του Άϊρονς επ’ αφορμή της επί θύραις Βρετανικής εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχαμε βρεθεί αντιμέτωποι, τουλάχιστον σε αυτό το πλαίσιο, με τόσο φορτισμένες διατυπώσεις από εκπροσώπους παραστατικών τεχνών, ποικίλης γεωγραφικής προέλευσης και μεγάλου ή εισέτι διευρυνόμενου κύρους. Επίκεντρό των εκκλήσεών τους το Ευρωπαϊκό πείραμα και η αγωνία για την τύχη του, και βέβαια η πεμπτουσία μιας ενωμένης Ευρώπης, που, όπως διαπιστώσαμε, αποτελεί ακατάβλητο όνειρο για συμπολίτες μας του υπόλοιπου κόσμου, καθώς και η ανάγκη για οραματική και θεραπευτική υπέρβαση των παθογενειών της. Οψόμεθα!