Μπρίττεν και Μπραμς σε Ελληνογαλλική σύμπραξη με την ΚΟΑ

7

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

Μπρίττεν και Μπραμς σε Ελληνογαλλική σύμπραξη με την ΚΟΑ

Με ένα σταθμισμένα ευρηματικό πρόγραμμα επανήλθε στις 8 Νοεμβρίου, ως φιλοξενούμενος αρχιμουσικός τής Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, ο ήδη γνώριμός μας από προηγούμενη μετάκλησή του Lionel Bringuier (γεν.1986). Γόνος μουσικής οικογένειας, με εκπαιδευτική διαδρομή από νηπιακή ηλικία, ο νεανικά ευσταλής Γάλλος, αν και όχι κατ’ ανάγκην ο φοιτητής τών «άριστων» επιδόσεων (πρβλ. την cum laude αποφοίτησή του από το Ωδείο των Παρισίων), αποτελεί την κατά περίπτωση θετική ή λιγότερο θετική έκπληξη μιας δυναμικής επαγγελματικής εξέλιξης. Κορυφαίος αρχιμουσικός -από τα πρώτα νεανικά του χρόνια, αλλά και σήμερα- της γενέτειράς του Νίκαιας, βοηθός τού ιδιαίτερου Φινλανδού EsaPekka Salonen (από το 2007) και ακολούθως (από το 2013) πρώτος «in residence» μαέστρος τής Φιλαρμονικής τού -εσχάτως τραγικού- Λος Άντζελες, ο νεοπροσερχόμενος (από εφέτος) καλλιτεχνικός διευθυντής τής Βασιλικής Φιλαρμονικής Ορχήστρας τής Λιέγης δεν έμεινε αλώβητος από αρνητικές επαγγελματικές αποτιμήσεις, κατ’ εξοχήν σε σχέση με τη θητεία του στην Ορχήστρα Tonhalle τής Ζυρίχης (2013-2018), η οποία έληξε μεν χωρίς εντάσεις, αλλά με την εκπεφρασμένη κριτική για τις επιδόσεις του σε ρεπερτόριο πέραν τού Ρωμανικού και σύγχρονου, σε σύγκριση με τον επί 12ετία προκάτοχό του -και κατά την ταπεινή μας άποψη υπερτιμημένο- David Zinman.

Σε -τηρουμένων των αναλογιών- αντιστοίχως μεταβατικό στάδιο τής καλλιτεχνικής του πραγμάτωσης μοιάζει να οδεύει και ο σολίστ τού μοναδικού, νεανικού (1939, έργ.15), κοντσέρτου τού Benjamin Britten (1913-1976) για το βιολί, πρώτου έργου τής βραδιάς. Μουσικός ορχήστρας από τα τρυφερά 19 του, ο Ανδρέας Παπανικολάου (γεν.1982) δοκίμασε τολμηρά και ευπρόσδεκτα την δημιουργική αντιπαράσταση με την Ορχήστρα σε αυτό το σποραδικά ερμηνευόμενο έργο τού 20ού αιώνα, φιλικής στον σύγχρονο ακροατή γραφής, το οποίο διαπνέει ένας ανενδοίαστος όσο και περίτεχνος λυρισμός. Ο ώριμος ήδη δεξιοτέχνης το υπερασπίσθηκε σε πλαίσιο επαρκούς προβολής, ασφαλούς τονικής ευστάθειας και μουσικότητας, καθώς και με το μέτρο εσωτερικότητας για τους ρομαντικούς κόμβους τής παρτιτούρας, συμπεριλαμβανομένης τής υψηλών απαιτήσεων καντέντσας-γέφυρας προς την περίπλοκη κι όμως υποβλητική Passacaglia, απέναντι σε μια ΚΟΑ ιδιαίτερης φραστικής πλαστικότητας υπό την συνεργατική και ελάχιστα εμφατική σύμπραξη τού πόντιουμ. Με κομβική την υποκατάσταση τού συνήθως αργού β’ μέρους από ένα κεντρικό Vivace, οι διαλεγόμενοι μουσικοί χάρισαν στο κοινό μια βαθιά βιωμένη εκτέλεση αυτής τής συνολικά απαιτητικής σύνθεσης, που η απόλαυσή της εντάθηκε καθοριστικά από την μαγική ακουστική τής αίθουσας «Χρήστος Λαμπράκης» (Φίλων τής Μουσικής).

Όπως στον Μπρίττεν, έτσι και στην 2η συμφωνία τού Johannes Brahms που ολοκλήρωσε την συναυλία, η διεύθυνση τού Μπρενγκιέ απέφυγε τα υπερβολικά rubati και επέτρεψε στο εκτεταμένο εναρκτήριο allegro con brio να αναπνεύσει με αγωγική και φραστική φυσικότητα δικαιώνοντας την «ποιμενική» διάσταση που σηματοδοτεί την συγκεκριμένη συμφωνία. Το σταθερό, εμπροσθοβαρές τέμπο και η απουσία εμφατικών ακκισμών δικαίωσε και το αργό μέρος, χαρίζοντας μια δόση μπετοβενικής οργής στην κεντρική του παράγραφο. Τα στερεοσκοπικά διατεταγμένα βιολιά συνέβαλαν στη διονυσιακή εκρηκτικότητα τού φινάλε και στη διθυραμβική κατάληξη τής Συμφωνίας!