του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Οργανική μουσική για ανθρώπινη φωνή από την ΚΟΑ
Ξένισε ευχάριστα το πρόγραμμα τής τακτικής συναυλίας τής Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, μονίμου πλέον ενοίκου τού Αθηναϊκού Μεγάρου Μουσικής, για την Παρασκευή 15 Νοεμβρίου, όπως πάντοτε στην εύηχη όσο και αδιάκριτη ακουστική τής αίθουσας «Χρήστος Λαμπράκης» (Φίλων τής Μουσικής). Ένα πρόγραμμα ρητώς συγκροτημένο γύρω από την εν πολλοίς και επιτυχώς δοκιμασμένη υψίφωνο Βασιλική Καραγιάννη, πολύτιμη στυλοβάτη τού εγχώριου ποιοτικού μουσικού τοπίου. Μια σειρά συνθέσεων που συνδύασε σπανίως ανακρουόμενα -καίτοι «αειθαλή»-, όπως η 1η (έργ.46/1888) από τις δύο τετραμερείς σουίτες τής σκηνικής μουσικής που συνέθεσε ο Edvard Grieg (1843-1907) για το θεατρικό αριστούργημα τού Henrik Ibsen (1828-1906) «Peer Gynt»(1876), η οποία εγκαινίασε την εκδήλωση, με μια κεντρική Ρωσική-Σοβιετική ακολουθία συναρπαστικής ιστορικής ευρύτητας και λειτουργίας.
Πειστικός συνήγορος τής απολαυστικής βραδιάς ο «σταδιακά ανερχόμενος» Στάθης Σούλης, που έχουμε παρακολουθήσει με ενδιαφέρον σε προηγούμενες αναθέσεις. Ο 36χρονος αρχιμουσικός ενθάρρυνε αξιοπρόσεκτες παρεμβάσεις των ξύλινων, για μιαν αρχική όντως «Πρωινή διάθεση», επιμελήθηκε εύκαμπτο και υποβλητικό λικνισμό τών εγχόρδων για τον «Θάνατο τής Ώζε», ενώ συντήρησε αδιάπτωτο συμφωνικό momentum για τον «Χορό τής Ανίτρα» και την καταληκτική οργιαστική προσέλευση «Στην Αυλή τού Βασιλιά τού Βουνού».
Ρομαντικός και με μουσική οικογενειακή προέλευση, όπως ο Νορβηγός Γκρηγκ, ο γεννημένος στο Κίεβο τής Ρωσικής Αυτοκρατορίας Γερμανο-πολωνικής καταγωγής Reinhold Glière (1875-1956) δεν εγκατέλειψε ποτέ ούτε τη νέα Σοβιετική του πατρίδα, της οποίας αποτέλεσε παραλλήλως κομβική εκπαιδευτική φυσιογνωμία ως πολυεθνικής επικράτειας. Με πνευματική καταγωγή από τον Rimsky–Korsakov και τον Tchaikovsky, μέσω των δασκάλων του συνθετών Arensky, Conus, Ippolitov–Ivanov και Taneyev, ο Γκλιέρ διατήρησε αλώβητο από μομφές «φορμαλισμού» το κύρος του και δίδαξε ο ίδιος μεγέθη, όπως, με σύσταση τού τελευταίου, ο -μόλις 11χρονος- Sergei Prokofieff και ο -στρατιωτικά υπόχρεος- Nikolai Myaskovsky, καθώς ακόμη και ο Aram Khachaturian. Με ήχο μαλακό και μαλακτικά πλαισιωμένο από την Ορχήστρα, η Βασιλική Καραγιάννη υπερασπίσθηκε αισθαντικά το κοντσέρτο του για κολορατούρα (έργ.82/1943), παρεμπιπτόντως έργο τής χρονιάς που ο Sergei Rachmaninoff (1873-1943) πέθαινε στο Μπέβερλυ Χιλλς, το οποίο έμελλε να χαρίσει στον κατά δύο μόλις έτη πρεσβύτερο συνθέτη, στα 1946, το 1ο από 3 Βραβεία Στάλιν Α’ τάξεως τής ζωής του.
Η «Vocalise» τού Ραχμάνινωφ, που ενέπνευσε μ.ά. το Κοντσέρτο τού Γκλιέρ, χρονολογείται από το προεπαναστατικό 1915. Όπως εκείνο, επιστρατεύει την άναρθρη συμβολή τής ανθρώπινης φωνής δίκην δεξιοτέχνη οργανικής μουσικής και υπηρετήθηκε από την σολίστ με την ίδια μειδιώσα μουσικότητα και μαλακτική ευφωνία, που μετατρέπει κάθε της εμφάνιση σε εκ βαθέων διαδραστική βιωματική διαδικασία με το κοινό.
Ο Ραχμάνινωφ είχε αντιμετωπίσει με θαυμασμό την πρεμιέρα (1910) τού μπαλέτου «Το Πουλί τής Φωτιάς» τού Igor Stravinsky (1882-1971) και η συναυλία έκλεισε με τις τελευταίες σκέψεις και παρεμβάσεις τού συνθέτη για μια σουίτα, εκείνες τού 1945, που η ΚΟΑ και ο μαέστρος της υπερασπίσθηκαν προετοιμασμένοι για τις εναλλαγές ατμόσφαιρας και απόδοσης τής ενορχηστρωτικής εντέλειας αυτής τής παραμυθένιας όσο και επαναστατικής παρτιτούρας.