Σκηνοθεσία: Μενέλαος Τζαβέλλας
Βοηθός σκηνοθέτη: Αρετή Τσιαμπόκαλου
Επιμέλεια παράστασης: Βασίλης Τραϊφόρος
Κοστούμια: Αθηνά Τρανούλη
Φωτογράφος: Κωνσταντίνος Λέπουρης
Αrt director φωτογράφισης: Μαριάμ Νίκου
Φώτα: Μενέλαος Τζαβέλλας
Επικοινωνία και προβολή παράστασης: Νταίζη Λεμπέση
Παραγωγή: Βάσια Παναγοπούλου
Μουσική ενορχήστρωση: Μαυρίκιος Μαυρικίου
Πρωταγωνιστούν: η Γεωργία Ζώη
και ο Μαυρίκιος Μαυρικίου (ερμηνεία, τραγούδι, πιάνο, ακορντεόν επί σκηνής)
Συμμετέχουν σπουδαστές της σχολής «ΙΕΚ Άλφα»
Η πολυκύμαντη ζωή της Σοφίας Βέμπο, μέσα από μια συνέντευξη, που δίνει σε μεγάλη ηλικία, όταν τα λαμπερά φώτα της ράμπας έχουν σχεδόν σβήσει, για τη σπουδαία μας ερμηνεύτρια. Αναπολώντας σημαντικές στιγμές της τεράστιας καλλιτεχνικής πορείας της, φωτίζει την προσωπική της ζωή, αναφερόμενη στην εποχή της (Μεσοπόλεμος, Β΄ Παγκόσμιος, Δικτατορία, Μεταπολίτευση), κατά την οποία η «τραγουδίστρια της Νίκης» μεγαλούργησε. Η φορτισμένη αφήγησή της διανθίζεται από τραγούδια – σταθμούς της καριέρας της και σε αυτήν «παρελαύνουν»: πρόσωπα, παραστάσεις αλλά και το παρασκήνιο από τον χώρο του θεάματος και της πολιτικής, συμπαρασύροντας και τους θεατές, οι οποίοι αναθυμούνται τις μεγάλες επιτυχίες της Βέμπο, συνοδεύοντας τους πρωταγωνιστές, μέσα σε κλίμα εθνικής υπερηφάνειας και συγκινησιακής φόρτισης.
Η συγγραφέας, στιχουργός και δημοσιογράφος Τάνια Χαροκόπου έγραψε ένα έργο βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, με το οποίο αποκαλύπτεται ο χαρακτήρας της Βέμπο αλλά και η θριαμβευτική πορεία της στο καλλιτεχνικό στερέωμα, αφού επρόκειτο για μια γυναίκα με έντονη προσωπικότητα και καταπληκτική φωνή, η οποία πρόσφερε πολλά και στην πατρίδα μας, τόσο με τα τραγούδια της -ιδίως την περίοδο της επίθεσης των Ιταλών εναντίον της χώρας μας- όσο και με οικονομική αρωγή προς τον Ελληνικό Στρατό, αλλά και τη φιλοξενία διωκόμενων φοιτητών από την Αστυνομία, στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Η παράσταση υπήρξε ευφάνταστη και ο σκηνοθέτης Μενέλαος Τζαβέλλας (βοηθός: Αρετή Τσιαμπόκαλου) αξιοποίησε στο έπακρο το κείμενο, καθώς η συνέντευξη της Βέμπο σε έναν νεαρό δημοσιογράφο, ο οποίος την επισκέπτεται στην οικία της, βοηθά τη μεγάλη μας ερμηνεύτρια να ξεδιπλώσει το «τεράστιο χαλί» της ζωής της και να τα πει όλα και από καρδιάς. Η παρουσία του δημοσιογράφου, πιανίστα, ακορντεονίστα, στη σκηνή και η μουσική εκτέλεση των πλέον γνωστών τραγουδιών της Βέμπο, δίνουν την ευκαιρία στη Γεωργία Ζώη να ερμηνεύσει άριστα τα κομμάτια αυτά, με τις δυνατότητες που έχει και ως τραγουδίστρια, πέραν του υποκριτικού της ταλέντου και την τεράστια εμπειρία της στον χώρο του θεάματος. Οι σπουδές της κυρίας Ζώη στον χορό και η φυσική της κατάσταση -σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες ιδιότητες και σπουδές της- κατέστησαν εφικτό τον ερμηνευτικό άθλο της, καθώς «άλωσε» τη θεόρατη σκηνή του θεάτρου «Χυτήριο», πότε ερμηνεύοντας θεατρικά και πότε τραγουδώντας τις αξέχαστες επιτυχίες της Βέμπο, συμπαρασύροντας και το κοινό, που τη συνόδευε τραγουδώντας και χτυπώντας παλαμάκια. Ο Μαυρίκιος Μαυρικίου, ο οποίος υποδύεται τον δημοσιογράφο, ανταποκρίθηκε με μεγάλη επιτυχία στους ρόλους που κλήθηκε να υποδυθεί, λαμβάνοντας υπόψη ότι παίρνει συνέντευξη από ένα «ιερό τέρας», ενώ, ανταποκρίνεται άψογα κι όταν χρειάζεται να σιγοντάρει την κυρία Ζώη, να τραγουδήσει μόνος του αλλά και να στροβιλιστούν μαζί, σε κάποιο χορό. Τεράστια η συμβολή της μουσικής επιμέλειας του Μαυρίκιου Μαυρικίου και πολύ όμορφα τα κοστούμια της Αθηνάς Τρανούλη, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στο φόρεμα και το κεφαλομάντηλο, που φορά η κυρία Ζώη, και τα οποία τη «μεταμορφώνουν» σε αληθινή Βέμπο, όπως και οι τουαλέτες της, ανά σκηνή. Το κοινό απόλαυσε μιαν ωραία παράσταση και αντάμειψε τους συντελεστές με δυνατό χειροκρότημα και ζωηρά επιφωνήματα, κατασυγκινημένο.
Διάρκεια: 2 ώρες – με διάλειμμα
Κάθε Παρασκευή: 20.30
Φεβρουάριος 2022 Θέατρο «Χυτήριο»
Ιερά Οδός 44, Αθήνα
Τηλ: 21 03 41 23 13
Νίκος Μπατσικανής, ποιητής, συγγραφέας, κριτικός Θεάτρου,
μέλος τής Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών
Τάνια Χαροκόπου: Γεννήθηκε στην Αθήνα. Ακολούθησε εμπορικές σπουδές, ενώ ταυτόχρονα ασχολήθηκε με το εμπόριο και δραστηριοποιήθηκε σε δικές της επιχειρήσεις. Είναι, επίσης, απόφοιτος σχολής Δημοσιογραφίας. Αρθρογραφεί σε περιοδικά και εφημερίδες, ενώ έχει ασχοληθεί και με παραγωγές μουσικών ραδιοφωνικών εκπομπών και την οργάνωση και παρουσίαση συναυλιών. Από το 1998, γράφει στίχους τραγουδιών, πολλοί εκ των οποίων έχουν μελοποιηθεί από μεγάλους συνθέτες. Είναι μέλος της ΑΕΠΙ.
Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: «Χαμένη πορεία», «Αθέατη όψη», «Στον ίσκιο των ανθρώπων» και «Για μέρα ακόμα». Επίσης, θεατρικά έργα, που έχουν ανεβεί με μεγάλη επιτυχία σε ελληνικές θεατρικές σκηνές. Μιλάει Αγγλικά. Είναι παντρεμένη κι έχει δύο γιους. (Βιβλιονέτ)
Σοφία Βέμπο (1910 – 1978): Κορυφαία Ελληνίδα ερμηνεύτρια και ηθοποιός, της οποίας η καλλιτεχνική πορεία εκτείνεται από τον Μεσοπόλεμο έως και το 1970. Χαρακτηρίστηκε «Τραγουδίστρια της Νίκης» εξαιτίας των τραγουδιών που ερμήνευσε κατά τη διάρκεια του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου, του 1940. Γεννήθηκε στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης και πέθανε στην Αθήνα, όπου και πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της. Το πραγματικό της όνομα ήταν Σοφία Μπέμπου, το οποίο και άλλαξε η ίδια. Το 1912, η οικογένειά της μετεγκαταστάθηκε στη Κωνσταντινούπολη. Είχε τρία ακόμη αδέλφια: (Γιώργος, Αλίκη, Ανδρέας). Το 1914, με την υπογραφή της Ελληνο-τουρκικής συμφωνίας για ανταλλαγή πληθυσμών, η οικογένειά της αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη κι εγκαταστάθηκε στην Τσαριτσάνη (τόπο καταγωγής του πατέρα της) και από εκεί στον Βόλο, όπου αναγκάστηκε να δουλεύει για να βοηθήσει τους δικούς της. Παράλληλα, άρχισε να μαθαίνει κιθάρα, με τη βοήθεια της φίλης της Μαρίτσας Χασάπη. Ταξιδεύοντας (1933), με πλοίο, για Θεσσαλονίκη, προκειμένου να βρει τον αδελφό της, Τζώρτζη, ο ποίος σπούδαζε εκεί, την άκουσε να παίζει και να τραγουδάει ο καλλιτεχνικός ατζέντης Κωνσταντίνος Τσίμπας, ο οποίος και πρότεινε στη Σοφία να δουλέψει στο μεγάλο κοσμικό κέντρο «ΑΣΤΟΡΙΑ», της συμπρωτεύουσας. Φθάνοντας στη Θεσσαλονίκη, ξεκίνησε τις πρώτες καλλιτεχνικές της εμφανίσεις, στις οποίες, κάθε βράδυ, οι θαμώνες παρέτειναν το πρόγραμμά της με τα συνεχή χειροκροτήματά τους, λόγω της μοναδικής φωνής που διέθετε αλλά και της δραματικής ερμηνείας που χαρακτήριζε την απόδοση των τραγουδιών που ερμήνευε. Πολύ σύντομα, η φήμη της έφτασε στην Αθήνα και της έγινε πρόταση να εμφανιστεί σε θέατρο του Φώτη Σαμαρτζή, κι έτσι, στις 25 Οκτωβρίου του 1933, η Σοφία εμφανίζεται στο θέατρο «ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ», συμμετέχοντας στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 33», με τον θίασο Σαμαρτζή – Μηλιάδη και συμπρωταγωνιστές τους «μεγάλους»: Ορέστη Μακρή, Μαρίκα Νέζερ κ.ά. Η επιτυχία που είχε ήταν εκπληκτική, και ο κόσμος την αποθέωνε. Τότε υπέγραψε συμβόλαιο 10.000 δραχμών τον μήνα, ποσό αστρονομικό για την εποχή εκείνη για έναν τραγουδιστή, για μία θεατρική περίοδο. Από τότε, η καλλιτεχνική εξέλιξη της Σοφίας Βέμπο υπήρξε αλματώδης.
Με τον καιρό, η φήμη της έφθασε στην Αίγυπτο, όπου η Βέμπο, ανταποκρινόμενη σε σχετική πρόσκληση, εμφανίστηκε στο «ΓΚΡΑΝ ΤΡΙΑΝΟΝ» της Αλεξάνδρειας, σημειώνοντας κι εκεί τεράστια επιτυχία. Επιστρέφοντας, το 1934, συνέχισε τις παραστάσεις της στο θερινό θέατρο του Σαμαρτζή, επί της οδού Καρόλου, με νέα τραγούδια που γράφονται γι’ αυτήν και που γίνονται αμέσως επιτυχίες όπως τα «Μαύρα μου μάτια», «Μη ζητάς φιλιά», ενώ μαζί της εμφανίζεται και η αδελφή της, Αλίκη.
Η πρώτες ηχογραφήσεις τραγουδιών της γινόντουσαν στη δισκογραφική εταιρεία «ΠΑΡΛΟΦΟΝ», μετά την αρχική άρνηση του υπεύθυνου της ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ, με το αιτιολογικό ότι η φωνή της Βέμπο ξέφευγε από το καθιερωμένο -τότε- στυλ της «λετζέρα σοπράνο». Όταν, όμως, ο ατζέντης αυτός αντελήφθη πόσο μεγάλη επιτυχία σημείωναν τα τραγούδια της, έσπευσε αμέσως στη Βέμπο, και σύναψαν συμβόλαιο μεγάλης περιόδου. Έτσι, τα επόμενα τραγούδια της τα ηχογραφούσε η «ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ», σε δίσκους των 78 στροφών. Το 1935, η Βέμπο τραγουδά το «Ας πεθάνω», του οποίου οι στίχοι ήταν δικοί της, και υπήρξε νέα μεγάλη επιτυχία. Τότε κι επιστρατεύτηκαν όλοι σχεδόν οι στιχουργοί να της γράφουν τραγούδια οι: Κώστας Γιαννίδης και Μιχάλης Σουγιούλ. Με αυτούς τους σπουδαίους δημιουργούς ερμήνευσε τα τραγούδια: «Αφήστε με να πιω», «Να γιατί ακόμα σ’ αγαπώ», «Δεν έχεις τίποτα, μα έχεις κάτι» και το «Κι αν μ’ αγαπάς μη μου το πεις». Το 1936, νέες επιτυχίες της Βέμπο, που τραγουδά όλη η Αθήνα: «Συγνώμη σού ζητώ, συγχώρεσέ με» και το «Κάτι με τραβά κοντά σου».
Το 1937 αποτελεί σταθμό στην καριέρα της Βέμπο. Εκτός από ηχογραφήσεις των νέων τραγουδιών: «Για μια Γυναίκα» και «Αντίο», ξαναπηγαίνει στην Αίγυπτο, όπου και δέχεται την πρόταση γνωστού παραγωγού να υπογράψει συμβόλαιο πρωταγωνίστριας στην ταινία «Προσφυγοπούλα». Την ίδια χρονιά, ο υπεύθυνος των κινηματογραφικών γραφείων Σαντίγκου έλαβε παραγγελία από Αμερική, για επείγον γύρισμα ενός κινηματογραφικού «ζουρνάλ (επίκαιρα)», στο οποίο θα τραγουδά η Βέμπο, προκειμένου να συμπεριληφθεί στους αμερικανικούς κινηματογράφους των περιοχών όπου διέμεναν Έλληνες, φιλμ που πραγματοποιήθηκε την επόμενη χρονιά, με πλάνα από: Εθνικό Κήπο και Λόφο των Νυμφών, με θέα την Ακρόπολη. Παράλληλα, οι δισκογραφικές επιτυχίες της Βέμπο, τη χρονιά αυτήν, είναι εκπληκτικές. Υπογράφει νέο συμβόλαιο με την ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ, η οποία της μεταβιβάζει το 10% των κερδών από την πώληση του κάθε δίσκου της, γεγονός που συμβαίνει για πρώτη φορά, ενώ όλοι οι άλλοι τραγουδιστές πληρώνονταν άπαξ για κάθε δίσκο τους.
Το Καλοκαίρι του 1938, η Βέμπο τραγουδά τα: «Κάποιο μυστικό» και το «Κλαις», των οποίων ακολούθησε η υπερ-επιτυχία «Ζεχρά». Ακολούθησαν τα: «Θα σε περιμένω», «Διαμαντούλα» και «Άσε τον παλιόκοσμο να λέει». Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς εγκαθίσταται ραδιοφωνική κεραία στο Ζάππειο, στην Αθήνα, όπου τα τραγούδια της Βέμπο αποτελούν την πρώτη πειραματική μετάδοση. Τα Χριστούγεννα του 1938, η Βέμπο τραγουδά στο μεγάλο ρεβεγιόν του «ΣΑΝΤΕΚΛΑΙΡ», στην Κύπρο, ενώ συνεργάστηκε και με μεγάλους Κύπριους μουσικο-συνθέτες. Το 1939 η Σοφία Βέμπο έχει ήδη καταξιωθεί ως η πρώτη τραγουδίστρια του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού. Το ζουρνάλ που γυρίστηκε το προηγούμενο έτος, με τίτλο: «Η Ελλάς του 1938 ομιλεί», σπάει -κυριολεκτικά- τα ταμεία των αμερικανικών κινηματογράφων, ενώ ζητούνται κόπιες του και στη Λατινική Αμερική. Σημειώνεται ότι την φωνοληψία της ταινίας αυτής είχε επιμεληθεί η ελληνική εταιρεία «M. NOVAK CO».
Στο μεταξύ, οι θεατρικές της παρουσιάσεις, με νέες δισκογραφικές επιτυχίες, συνεχίζονται, όπου κι ερμηνεύει τα τραγούδια: «Πόσο λυπάμαι» και «Την αλήθεια να μου πεις», ενώ ακολουθούν τα: «Στην ακρογιαλιά» και «Χειμώνας». Παραμονές των Χριστουγέννων του 1939, η Βέμπο βρίσκεται στο απόγειο της δόξας της, όταν, στην επιθεώρηση «Νάνι – Νάνι», τραγουδά το ομώνυμο τραγούδι, σημειώνοντας εξαιρετική επιτυχία. Λίγο πριν το τέλος του έτους, η Βέμπο γνωρίζεται με τον μεγάλο συνθέτη μουσικής τζαζ, Απόστολο Μοσχούτη, του οποίου σύνθεση ήταν το τραγούδι «Δυο λουλούδια σε μιαν άκρη».
Το 1940 ανέτειλε με τα βαριά σύννεφα του πολέμου να σκεπάζουν ολόκληρη την Ευρώπη. Πολλές χώρες ήδη έχουν καταληφθεί από τις δυνάμεις του Άξονα. Στην Ελλάδα σημειώνονται οι πρώτες παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου από ιταλικά αεροπλάνα. Τον Ιανουάριο, στο θέατρο «ΜΟΥΝΤΙΑΛ» είχε ανέβει η επιθεώρηση «Παύσατε πυρ», όπου η Βέμπο τραγουδά τη νέα της επιτυχία «Το καινούργιο φεγγάρι». Στην επιθεώρηση αυτήν, η Βέμπο γνώρισε και τη Γεωργία Βασιλειάδου, την οποίαν και προώθησε, διαβλέποντας το ταλέντο της. Λίγο αργότερα, το τραγούδι «Ψαροπούλα» γίνεται η νέα μεγάλη επιτυχία της. Το καλοκαίρι ανεβαίνει η επιθεώρηση «Βραδινές τρέλες», στην οποία η Βέμπο τραγουδά το υπέροχο βαλς «Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά» και, αργότερα, τα τραγούδια: «Στ’ Λάρισ’ βγαίν’ ο Αυγερινός» και «Ανακασιά», τα οποία είχαν Δημοτικό ηχόχρωμα και ντοπιολαλιά στους στίχους και στην προφορά.
Η αποκορύφωση στην καριέρα της Βέμπο ήρθε με την κήρυξη του Β΄ Π. Πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940. Τότε, όλες οι επιθεωρήσεις προσάρμοσαν τη θεματική τους στην πολεμική επικαιρότητα, και τα τραγούδια ξαναγράφτηκαν με πατριωτικούς στίχους. Η Βέμπο τραγουδάει σατιρικά και πολεμικά τραγούδια και γίνεται η εθνική φωνή που εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο, συγκλονίζοντας το πανελλήνιο. Την ίδια εποχή, σε μία συμβολική πράξη, προσφέρει στο Ελληνικό Ναυτικό 2.000 χρυσές λίρες. Με την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα φυγαδεύεται, μεταμφιεσμένη σε γριά, στη Μέση Ανατολή, όπου συνεχίζει να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, το 1949, απόκτησε δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο, το γνωστό «ΘΕΑΤΡΟ ΒΕΜΠΟ». Μετά από μακροχρόνιο δεσμό με τον Μίμη Τραϊφόρο παντρεύτηκαν το 1957 και οι δύο καλλιτέχνες έζησαν μαζί μέχρι τον θάνατό της. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 αραίωσε τις θεατρικές εμφανίσεις της, τις οποίες και σταματά οριστικά στις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Τη βραδιά του Πολυτεχνείου, η Βέμπο άνοιξε το σπίτι της και έκρυψε διωκόμενους φοιτητές, τους οποίους αρνείται να παραδώσει όταν η Ασφάλεια χτυπά την πόρτα της. Η εμφάνισή της στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Καλλιμάρμαρο, για την επάνοδο της Δημοκρατίας, τραγουδώντας το «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά, όπου και τα τανκς «γονάτισαν, εκείνη τη βραδιά», ήρθε να απαλύνει τις θλιβερές εντυπώσεις από την παρουσία της πάνω στα κακόγουστα άρματα, στις φιέστες των Συνταγματαρχών, λίγα χρόνια πριν, στον ίδιο χώρο. Στη διάρκεια της μεγάλης καριέρας της συνεργάστηκε με τους σπουδαιότερους Έλληνες συνθέτες, στιχουργούς, μουσικούς, σκηνοθέτες, ενδυματολόγους, και ηθοποιούς, πολλούς από τους οποίους θαύμαζε και ως χαρακτήρες, μεταξύ των οποίων και τον φίλο της Μάνο Χατζιδάκι, με τον οποίον συνεργάστηκε ως ηθοποιός και τραγουδίστρια στην ταινία «Στέλλα» (1955) του Μιχάλη Κακογιάννη, όπου κι ερμήνευσε δύο τραγούδια του.
Πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 11 Μαρτίου του 1978. Η κηδεία της Βέμπο μετατράπηκε σε πάνδημο συλλαλητήριο. Η Τραγουδίστρια της Νίκης, οδεύοντας προς το στερνό της ταξίδι, αποθεώθηκε από τον ελληνικό λαό, που τη θεωρούσε- κι εξακολουθεί- ηρωίδα του. (Βικιπαίδεια)