«Τόσκα» για την έναρξη τού Φεστιβάλ Αθηνών

24

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

«Τόσκα» για την έναρξη τού Φεστιβάλ Αθηνών

Περιθώρια προβληματισμού για μιαν ακόμη επανάληψη

Δεν θα σταθούμε στον συμβολισμό τού προνομίου τής Εθνικής Λυρικής Σκηνής να εγκαινιάζει το Φεστιβάλ Αθηνών στο Ηρώδειο υπό την οικουμενικά βαριά σκιά τής Ακρόπολης. Η καθολική συρροή των μελομανών Αθηναίων, συμπεριλαμβανομένων και πολιτικών προσώπων, σηματοδοτεί έκτοτε ένα ιδεατό προσκλητήριο σε ένα Φεστιβάλ που εν τω μεταξύ έχει απωλέσει σε μεγάλο βαθμό την καταλυτική αποκλειστικότητα φιλοξενίας διεθνούς εμβέλειας καλλιτεχνικών γεγονότων (κυρίως μουσικών), λόγω τής εν τω μεταξύ πληθώρας εξαίρετων παραστατικών χώρων τού είδους στην Ελληνική πρωτεύουσα.  Θα αναμέναμε λοιπόν μιαν αντίστοιχης έντασης -ενισχυτική τού Θεσμού- πρωτοβουλία αντίδρασης στην πραγματικότητα αυτή  εκ μέρους των ημεδαπών φιλοξενουμένων του, αντί δικαιολογιών, ευλογοφανών ή μη, για τη συντήρηση μιας εξοργιστικής ρουτίνας, όταν μάλιστα οι σπουδαιότεροι εξ αυτών αποτελούν δημόσιους οργανισμούς, ταγμένους δηλαδή σε παραλληλία επιδιώξεων συνέργειας με το Φεστιβάλ και όχι -ούτως ή άλλως μη κατανοητού σε παρόμοιο πλαίσιο- φθοροποιού ανταγωνισμού.

Σε αυτή την αναμφιβόλως προβληματική κατάσταση, στην οποία επιφυλασσόμεθα να επανέλθουμε με τολμηρές εισηγήσεις μετά την αυλαία τού Φεστιβάλ, η παραφθορά τού αρχαίου ρητού σε «Ώδινε Τουραντώ και έτεκε Τόσκαν» αποκτά διάσταση τερματισμού, με τη συνεχή επάνοδο μιας χούφτας χιλιοπαιγμένων έργων εκ μέρους τής ΕΛΣ. Η κατάσταση επιδεινώνεται όμως, όταν η ίδια πολλοστή αναβίωση τής -εύλογης για τον χώρο- παραγωγής τού Hugo de Ana, καταγράφει τόσο αποκλίνον επίπεδο δικαίωσης τού έργου με ευθύνη  μετακλήσεων που επιστρατεύθηκαν. Και τούτο παρά το διαρκές ευεργέτημα τής παρουσίας στο πόντιουμ τού Λουκά Καρυτινού, ενός αρχιμουσικού ακραίας ευχέρειας προσαρμογής στην από σκηνής επισφάλεια ή σύγχυση.

Έχοντας παρακολουθήσει τις δύο ακρογωνιαίες (1 και 11/06) από τις τελικώς 5 παραστάσεις στην αναβίωση της Κατερίνας Πετσατώδη, ανακαλέσαμε τη ρήση της παραγκωνισμένης από πρεμιέρες Σοβιετικής χορεύτριας Galina Ulanova, που, με δικαιολογημένη αυτοπεποίθηση, είχε δηλώσει ότι «Πρεμιέρα είναι όταν χορεύω εγώ».  Το αυτό ίσχυσε με την σφαιρικά επίζηλη ιδιοποίηση τού επώνυμου ρόλου από την Celia Costea, σε χαώδη απόσταση από την αμήχανη και ανέκφραστη ερμηνεία τής μετακλημένης  από την Αγία Πετρούπολη Yevgenia Muravieva, ενδεχομένως εξαίρετης Λίζας και Κατερίνας, αλλά…. Με αυτή την επιλογή τής ΕΛΣ χάθηκε επιπλέον η ευκαιρία απόδοσης τιμής στην Κοστέα με αναφορά στην επίσης εκ Ρουμανίας ορμώμενη πρώτη Τόσκα της ιστορίας, την επιλεγμένη από τον G.Puccini Hariclea Darclée,  θυγατέρα Ίωνος Χαρικλή και Μαρίας Ασλάν, συγγενούς τής οικογενείας Μαυροκορδάτου, και σύζυγο Γεωργίου Χαρτουλάρη. Μεταξύ των τενόρων ο Αμερικανός βετεράνος δραματικός Carl Tanner στάθηκε με απέριττη φωνητική ισοτιμία και σκηνική χαλαρότητα πλάι στην Κοστέα, με τον Ιταλό  Riccardo Massi, που μάς είχε γοητεύσει ως Μάριο στην Όπερα τού Αμβούργου την άνοιξη τού 2018, να δείχνει μικρότερο εγκλιματισμό στις απαιτήσεις τού ανοιχτού χώρου. Ο τελευταίος υπονόμευσε καθοριστικά την απήχηση τού λυρικής φωνητικής αφετηρίας Τάση Χριστογιαννόπουλου ως Σκάρπια, ρόλος στον οποίο, παρά ορισμένα εμφανή όρια, ανταποκρίθηκε με άνεση ο Γιάννης Γιαννίσης. Όπλα του το διαπεραστικό μέταλλο και η αντιστοίχως αιχμηρή ευκρίνεια εκφοράς τού κειμένου.