του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Μουσική Δωματίου υψηλού ενδιαφέροντος στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (ΙI)
To κουαρτέτο εγχόρδων τής Σκάλα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Κυκλοφορεί ακόμη σε φιλόμουσους κύκλους των Αθηνών η αντίληψη για το επίπεδο των Ιταλικών ορχηστρών σε σχέση με Ευρωπαϊκές και Αμερικανικές ομολόγους τους, πεποίθηση που επιβιώνει και για Βρετανικούς σχηματισμούς. Ακόμη όμως και στις αρχές τής μεταπολεμικής δεκαετίας τού 1950 οι δύο δισκογραφικές κυκλοφορίες της λεγόμενης Τετραλογίας τού Βάγκνερ υπό τον Βίλχελμ Φούρτβαίνγκλερ επιβεβαίωναν την ιδιαίτερη ποιότητα τής Ορχήστρας τού Teatro alla Scala τού Μιλάνου σε σύγκριση με εκείνην τής Ρωμαϊκής RAI. Αυτό μολαταύτα που και οι ίδιοι αγνοούσαμε ήταν ότι το Quartetto d’ archi della Scala, το οποίο εγκαινίασε, ομολογουμένως εντυπωσιακά, το «Φεστιβάλ τής Άνοιξης», που διοργάνωσε και φιλοξένησε το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών από τις 8 έως τις 20 Απριλίου 2024, αριθμεί, με την συνεπακόλουθη διαδοχή στελεχών, σχεδόν 70 έτη ύπαρξης, αν και στην πραγματικότητα, μετά τη σιγή ορισμένων χρόνων, το Κουαρτέτο επανασυστήθηκε στο εγχώριο και διεθνές κοινό το 2001, υπό την παρούσα του σύνθεση, με κορυφαίους των οργανικών ομάδων τής Ορχήστρας, τους βιολονίστες Francesco Manara και Daniele Pascoletti, τον δεξιοτέχνη τής βιόλας Simonide (Σιμωνίδη!) Braconi και τον βιολοντσελίστα Massimo Polidori. Μια αμιγώς Ιταλική στελέχωση, που υπενθυμίζει την ιδιότητα της Ιταλίας ως ιστορικού λίκνου καλλιέργειας τής τέχνης και της κατασκευής βιολιών και άλλων εγχόρδων, ενώ επιβεβαιώνει ηχηρά την αυτόνομη και παράλληλη με την μελοδραματική δραστηριότητα αναβάθμιση τής ενόργανης πτυχής στη μουσική ζωή τής φίλης χώρας.
Αν και φθινοπωρινή σε ανοιξιάτικο πλαίσιο, η ανάκρουση των «Χρυσανθέμων» τού Giacomo Puccini αποτέλεσε θερμής εσωτερικότητας εισαγωγική επισκεπτήρια κάρτα τού Συνόλου όχι μόνο για την ταυτοτική σύνδεσή του με το εμβληματικό θέατρο, αλλά και ως ευπρόσδεκτη υπόμνηση μιας μεγάλης σχολής, με κομψή και λυρική εκτύλιξη άδοντος ήχου μεσογειακής αναφοράς. Το κουαρτέτο εγχόρδων έργον 18 αρ.4, σε ντο ελάσσονα, του L.v.Beethoven, που ακολούθησε πριν από το διάλειμμα στις 8 Απριλίου, αποτελεί μέρος της εν εξελίξει παρουσίασης πλήρους κύκλου των έργων από τους Ιταλούς μουσικούς και δημιούργησε άμεσο συνειρμό αναδρομής στην ανθεκτική εγγραφή τού Quartetto Italiano. Οργανική ευφράδεια, συνεργατική ανάδειξη των φωνών, ρυθμική εγρήγορση βιεννέζικης χάρης, καλλιεπής φραστική, χωρίς ηχητικές οξύτητες, χαρακτήρισαν την αξιαγάπητη ερμηνεία, που, αξιοσημείωτα, αντιμετώπισε το έργο στον αντίποδα τής πάντοτε έγκυρης μουσικής του ανάλυσης από τον Τίτο Γουβέλη. Έτσι, αντί σφοδρότητας και αγωνιώδους ατμόσφαιρας, το δικό τους 4ο απέπνευσε αξιοσημείωτη ελαφράδα, χαϋδνική αυλική φινέτσα και μουσικότητα πνοής ανοιξιάτικου ζέφυρου…
Για το β’ μέρος οι εκλεκτοί μουσικοί συνένωσαν δυνάμεις, για το μονάκριβο κουιντέτο τού César Franck, με έναν ήδη οικείο μας, εξέχοντα πιανίστα, τον Alasdair Beatson, αντάξιο επίγονο τού πρώτου διδάξαντος (1880) Camille Saint–Saëns, στον οποίο είναι αφιερωμένο. Γνωρίζαμε την κλάση τού Σκωτσέζου δεξιοτέχνη, αλλά η δυσεύρετης οικονομίας ανάγνωση που πυροδότησε και υποστήριξε από κοινού με τους Ιταλούς, αραχνοΰφαντη από την πρώτη είσοδο των εγχόρδων, ανέδειξε μια λυτρωτικά αναβαπτιστική, ελεύθερη τευτονισμών, ρωμανικά αρωματική άποψη γι’ αυτό το οριακό αριστούργημα τής Γαλλικής μουσικής δωματίου.