του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Τουραντώ του Πουτσίνι – Με την ευκαιρία της τελευταίας νέας παραγωγής στο Ηρώδειο
Κάτι λιγότερο από ενάμιση χρόνο μετά τον πρόωρο θάνατο τού Giacomo Puccini, η ημιτελής «Turandot» πρωτοπαρουσιάσθηκε στο Teatro alla Scala, στην αποκλειστικά αποπερατωμένη από τον συνθέτη ακολουθία μερών της. Ήταν 25 Απριλίου 1926, με τον Arturo Toscanini, τον ίδιο παρεμπιπτόντως που είχε επωμισθεί 30 χρόνια πριν την πρεμιέρα τής «Μποέμ», επικεφαλής διανομής θρύλων, όπως η επώνυμη ηρωίδα τής Rosa Raisa και ο «άγνωστος πρίγκιπας» του Miguel Fleta. Η ημερομηνία δεν στερείται σημασίας, αφού ακολουθεί με βραχεία κεφαλή ένα άλλο, μείζον, ορόσημο στην ηχητική διαιώνιση τής Μουσικής, την καθιέρωση τού «ηλεκτρικού» τρόπου των ηχογραφήσεων, που επιτέλους επέτρεψε μιαν αντάξια των ηχογραφούμενων καλλιτεχνών απόδοσή τους στην Ιστορία και την κοινή απόλαυση και αποτίμηση. Την ορμώμενη από το Białystok της σημερινής Πολωνίας πρώτη διδάξασα ενός άκρας συντομίας αλλά ιλιγγιωδών φωνητικών απαιτήσεων ρόλου, όπως η Τουραντώ, φέρεται ότι είχε προλάβει να αξιολογήσει ο «γενάρχης» των σύγχρονων τενόρων, ο Enrico Caruso, ως «τη μεγαλύτερη δραματική υψίφωνο τού κόσμου», παραδοχή στην οποία έτεινε καταφανώς και ο ίδιος ο Τοσκανίνι, που την χαρακτήριζε ως «τον θηλυκό Tamagno», εκείνον δηλαδή που, στα 1887, είχε πρωτοερμηνεύσει τον «Οθέλλο» τού Βέρντι υπό τα όμματα τού συνθέτη και με τον νεαρό maestrissimo να παίζει ακόμη βιολοντσέλο στην ορχήστρα τού Teatro alla Scala, στο οποίο επέπρωτο, μετ’ ου τόσον πολύ, να ηγεμονεύσει!

Η «Turandot» σηματοδοτεί τον Supernova στην 5 περίπου αιώνων λαμπρή ιστορία τoυ Ιταλικού Μελοδράματος και η αναβίωσή της, σε νέα παραγωγή στο Ηρώδειο, για 4 παραστάσεις, αποτελεί de facto σταθμό, αφού το μεγαλοπρεπές, παραμυθένιο επικάλυμμά της δεν θα πρέπει να συσκοτίσει κατ’ ελάχιστον την -εν τοις πράγμασιν ante litteram- σύγχρονη και έκτοτε επίκαιρη διόγκωση της ψυχαναλυτικής διάστασης τού έργου. Και αυτό όχι μόνον μέσα από την ιδιοφυή τοποθέτηση τής διακήρυξης τού «προπατορικού» τραύματος τής αρχέγονης Λου Λίνγκ, που αναδέχεται ως εσαεί ίδιο η Τουραντώ στον έξοχο μονόλογό της «In questa reggia». Σε εποχή αντιπαράστασης με προσωπικά και συλλογικά τραύματα, ακόμη πιο επίκαιρη ψυχολογική συνιστώσα αυτού τού μείζονος αριστουργήματος είναι η σκιαγράφηση τού παράτολμου Καλάφ, που καταφέρνει να συνδυάσει την ατρόμητη -και εν τούτω αποτρεπτική- τεστοστερόνη των θριαμβικών διακηρύξεων με ένα επείγον ζητούμενο της δικής μας εποχής. Και εξηγούμεθα! Αυτός ο φαινομενικά άκαμπτος χαρακτήρας, αμέσως μετά την επίλυση των θανατηφόρων αινιγμάτων, αποτάσσεται την επιβολή έναντι τής «ηττημένης» Τουραντώ και θέτει ριψοκίνδυνα τη νίκη και την ύπαρξή του στη δική της διάκριση, αποκαλύπτοντας μια μεγάλη αλήθεια που σκανδαλωδώς συχνά αγνοείται στην δική μας εποχή της διογκωμένης εγωπάθειας, ότι δηλαδή μια σχέση, η κάθε σχέση, που σημαίνει ή θα έπρεπε να σημαίνει κάτι για εμάς, δεν κερδίζεται με όρους επιβολής, αλλά αντιθέτως ταπεινότητας και καταλλαγής, αν φυσικά το ζητούμενο είναι η ουσία της αρμονίας, που το όνομά της είναι αγάπη, για να παραφράσουμε τα τελευταία λόγια της λυτρωμένης Τουραντώ στη συμπληρωμένη εκδοχή της όπερας.

Μια πριγκίπισσα με … αυτοκρατορικές απαιτήσεις
Στο πλαίσιο που εκθέσαμε, η φωνητική «παλαιοντολογία» που διατρέχει αυτή την κριτική ανασκόπηση δεν θα πρέπει να αξιολογηθεί ως πολυτελής, αφού οριοθετεί όχι μόνον τις ιδιαίτερες ερμηνευτικές απαιτήσεις της «Τουραντώ», ως ενός Έβερεστ τής ανθρώπινης παραστατικής δημιουργίας, αλλά και την δυνατότητα να μετατραπούν σε σκηνικό μελοδραματικό λόγο όλες εκείνες οι παράμετροι που αναδεικνύουν το ψυχολογικό βάθος τού έργου, με όρους όχι απλώς ψυχαναλυτικούς, αλλά επιπλέον βαθύτατα κοινωνικούς και πολιτικούς. Μόνον τότε είναι δυνατόν να κοινωνηθεί στον θεατή, έστω και ήδη αιχμάλωτο τού μελωδικού ποταμού τής μουσικής έμπνευσης, το διαμέτρημα ευαισθησίας και επινοητικότητας που μετατρέπει τον Πουτσίνι σε μουσικό δραματουργό παρόμοιας ολκής.
Επιστρέφοντας στον ιστορικό μίτο λοιπόν, τον χθεσινό, απτό και πλέον τεκμηριωμένο, και με την ακριβολογία που αναμένουμε από τον -ούτως ή άλλως Ιταλό- Καρούζο, δεν διευκρινίζεται αν ο ίδιος πίστωνε στη Rosa Raisa, πού έμελλε να υπάρξει η πρώτη Τουραντώ τής ιστορίας, τη θωράκιση μιας «hochdramatische» ή περιοριζόταν να αναγνωρίσει σε εκείνην τη «νεανικοδραματική» ποιότητα μιας Ελίζαμπετ στον «Ταγχώυζερ» και μιας Έλσας στον «Λόενγκριν», που αυτή κυρίως υπερασπιζόταν. Είναι και γι’ αυτό κρίμα που η πρώτη αυτή Τουραντώ δεν «χάραξε» για το γραμμόφωνο ίχνος τού ρόλου που εισηγήθηκε, παρεμπιπτόντως τού δεύτερου σημαντικότερου σε νέο έργο στη σταδιοδρομία της μετά την Αστέρια στην ημιτελή και πολύ αξιόλογη όπερα «Nerone» τού Arrigo Boito, εξέχοντος λιμπρετίστα έργων τού Βέρντι με σαιξπηρική προέλευση.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, στην παρθενική Βιεννέζικη παραγωγή τής νέας όπερας, που απλώθηκε με ακατάβλητη ζήτηση από τις 10 Οκτωβρίου 1926 και για όλες τις επόμενες σαιζόν έως τις 2 Μαΐου 1939 (στην τελευταία αυτή παράσταση με Λιου την Μοναστηριώτισσα Ελληνίδα Μαργαρίτα Πέρρα), στον ρόλο τής «παγωμένης πριγκίπισσας» εναλλάχθηκαν -κυρίως- η ούτως ή άλλως νεανικοδραματική Lotte Lehmann και η Ουγγαρέζα Maria Nemeth, που είχε αποτολμήσει τη Βρουγχίλδη. Η τελευταία βρέθηκε αντιμέτωπη, στα 1931 και επί Βρετανικού εδάφους, με εκείνην που έμελλε να καταγραφεί σε δισκογραφικές λήψεις και μάλιστα «απευθείας», έστω και εν μέρει, ως η πρώτη Τουραντώ στη δισκογραφία τού έργου. Ο λόγος για την εμβληματικής ισχύος Dame Eva Turner, πρωταγωνίστρια των παραστάσεων τής «Coronation Season» 1937 πλάι σε έναν μεθυστικό Giovanni Martinelli, υπό την ιδιωματική διεύθυνση τού εισέτι δρος John Barbirolli. Η επίκαιρη κριτική τού απαιτητικού Ernest Newman εξήρε την ανάδειξη θηλυκότητας στο ρόλο από την Νέμετ, καταλογίζοντας -σιωπηρά και εξ αντιδιαστολής υπολαμβάνουμε- την έλλειψή της από την μεγάλη Λέμαν. Αντιστρόφως, την έλλειψη μιας «Brünnhildestimme» καταλόγιζε ο κριτικός τού «Ταχυδρόμου τής Βιέννης» στην μόλις 38χρονη Maria Cebotari, επ’ ευκαιρία -των τελευταίων- βιεννέζικων εμφανίσεών της ως Τουραντώ στα 1948, μήνες μόνον πριν από τον πρόωρο, αδόκητο χαμό της, Η τελευταία όμως ευαγγελίσθηκε ακτινοβόλο νεανική φωνητική θηλυκότητα, που ευτυχώς πρόλαβε να αποτυπωθεί σε ραδιοφωνική εγγραφή στη Στουτγάρδη μια στρογγυλή δεκαετία νωρίτερα και ευτυχώς την διασώζει ηχητικά σχεδόν πλήρως στον δυσχερέστατο ρόλο.
Στο Ηρώδειο τού Ιουνίου
Στην διελκυστίνδα ανάμεσα σε δραματικές wagneriennes και φιλόδοξες λυρικές υψιφώνους για τον ρόλο της Τουραντώ, η ιστορία επιβεβαιώνει την κατίσχυση των πρώτων, με την προσπάθεια επιβολής της δεύτερης κατηγορίας να οδηγεί σε σκανδαλώδη faux pas. Παραδειγματικό η ολοκληρωμένη ηχογράφηση τής όπερας υπό τον Χέρμπερτ Φον Κάραγιαν και το φωνητικό Βατερλώ τής εν άλλοις διάσημης πρωταγωνίστριάς του, και μάλιστα σε «ασφαλές» περιβάλλον, Βατερλώ που δεν είχε απειλήσει μια Τσεμποτάρι το 1938! Μια χούφτα ερμηνευτριών, λοιπόν, από την (νεαρότατη) Μαρία Κάλλας και την Birgit Nilsson ως την Eva Marton και την Ghena Dimitrova συμπληρώνουν την ευσύνοπτη shortlist, με την οποία αναμετράται κάθε επόμενή τους, διακινδυνεύοντας τύχη ανάλογη τού νεαρού πρίγκιπα της Περσίας στην όπερα.

Ανατρέχοντας δε στους τενόρους που τις ανταγωνίσθηκαν, εντοπίζουμε καλλιτέχνες μεγάλου και προσωπικού βεληνεκούς, με μεταλλική προβολή της εξαγγελίας στον θεατρικό χώρο, ευπρόσδεκτα ιδιωματικά φωνητικά ηχοχρώματα, θερμή και έντονη βίωση τού αδόμενου κειμένου, στην καλύτερη περίπτωση δε (τουλάχιστον φωνητική) προσωπικότητα αρρενωπού κατακτητή, όπως απαιτεί ο ασυμπάθιστα άκαμπτος αυτός ρόλος. Στη Βιέννη τού Μεσοπολέμου, παρεμπιπτόντως, εναλλάσσονταν ο Πολωνός κινηματογραφικός αστέρας Jan Kiepura με τον θρυλικό Γερμανό Leo Slezak, χαρισματικό ευθυμογράφο και πατέρα ηθοποιού, για να ακολουθήσει διεθνώς κυριολεκτικό who-is-who των αστέρων τής φωνητικής αυτής τοποθέτησης…
Έχοντας λοιπόν παρακολουθήσει επανειλημμένως την «Τουραντώ» στο ηχητικά έκθετο Ωδείον Ηρώδου, δεν ανιχνεύσαμε, στην παραγωγή τού αναμφισβητήτως καθιερωμένου Andrei Şerban, ατμοσφαιρικό και ψυχολογικό βάθος αντίστοιχο εκείνου που είχε επιτύχει επιτοπίως η Renata Scotto. Μάς καταπόνησε δε η -κατάφορτη από την χορογραφημένη κινησιολογία τής Kate Flatt- υπερκινητική δραματουργία τής Daniela Violeta Dima. Τα σκηνικά και τα κοστούμια επιμελήθηκε μια αναφορά τού χώρου, η Chloe Obolensky, λόγος για τον οποίο θα επιθυμούσαμε τολμηρότερη προσομοίωση σε ανακτορικό περιβάλλον «απαγορευμένης πόλης» για το συγκεκριμένο έργο, προσυπογράφουμε όμως τουλάχιστον τα αριστουργηματικά κοστούμια τού αυτοκράτορα και της θυγατέρας του, που έκαναν τη διαφορά.

Στην παράσταση τής 3ης Ιουνίου, που επιλέξαμε να παρακολουθήσουμε, προσβλέψαμε συνειδητά στην φωνή Ιζόλδης (που αυτήκοοι έχουμε απολαύσει στο Φεστιβάλ Bayreuth) και Βρουγχίλδης τής Catherine Foster έναντι αναλόγων, πιο «θηλυκών», θελγήτρων τής Lise Lindstrom. Εκ νέου, όμως, διαπιστώσαμε την κόπωση και την ηχοχρωματική ξηρότητα που προκαλεί στην διεθνούς φήμης Αγγλίδα αοιδό το νέο αττικό κλίμα και ο αμείλικτος ηρωδειακός περίγυρος. Ο ίδιος που απομείωσε τον υποκριτικό και φωνητικό αντίκτυπο και τού Ιταλού τενόρου Riccardo Massi στο ρόλο τού άγνωστου πρίγκιπα, που αντικατέστησε τον αρχικώς προβλεπόμενο Aμερικανό ομότεχνό του Brian Jadge. Υπό την έννοια αυτή, χωρίς να παραβλέπουμε όψιμα φωνητικά ολισθήματα και αποτιμώντας το σύνολο των εκεί εμφανίσεών της, πιστώνουμε -ακόμη- σε μόνη την Celia Costea την ιδιότητα φωνής «ηρωδειακής» ισχύος και ποιότητας, με highlight τής βραδιάς την επιθανάτια σκηνή τής Λιου. Βινιέτες προσέφεραν ο βαθύφωνος Γιώργος Παπαδημητρίου (Μανδαρίνος) και ο Άλτουμ τού παλαίμαχου τενόρου Νίκου Στεφάνου υπό την διεκπεραιωτική μουσική διεύθυνση τού έμπειρου Pier Giorgio Morandi επικεφαλής κουρασμένων λοιπών σολίστ, της χορωδίας και της Ορχήστρας της ΕΛΣ…
Αναδημοσίευση από την ΑΥΓΗ τής Κυριακής 14, 21 και 28 Σεπτεμβρίου 2025
Σ.Σ. Εκ παραδρομής στο φύλλο της Κυριακής 28/09 αναφέρθηκε η συμμετοχή, στην παράσταση της «Τουραντώ», στις 3 Ιουνίου 2025 στο Ηρώδειο, τού αρχικώς προβλεπόμενου τενόρου Brian Jadge ως Καλάφ. Όπως εγκαίρως (2/06) όμως είχε ανακοινώσει η ΕΛΣ, τον Αμερικανό καλλιτέχνη, στην παράσταση αυτή και σε 2 ακόμη τού κύκλου, αντικατέστησε ο Ιταλός ομότεχνός του Riccardo Massi. Απολογίες σε κάθε αποδέκτη της ανακρίβειάς μας!