του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Τσαλαχούρης, Χίντεμιτ και Ραχμάνινωφ από την ΚΟΑ
Δεν αφορά ασφαλώς τους αναγνώστες, τακτικούς και ευκαιριακούς, που τιμούν με την προσοχή τους τη στήλη μας. Μολαταύτα, η προσέλευση στη συναυλία τής 7ης Απριλίου δεν ήταν για εμάς ένα ακόμη «ραντεβού» Παρασκευής με τον τακτικό προγραμματισμό τής Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και τις επιδόσεις της, που ούτως ή άλλως παρακολουθούμε στενά και με εντεινόμενο ενδιαφέρον. Για κάποιον που την προηγούμενη ημέρα είχε συνοδεύσει στην τελευταία του «κατοικία» ισόβιο «συνοδοιπόρο», από το λύκειο και εξής, ο πηχυαία διαφημιζόμενος Ραχμάνινωφ, στην αφίσα και στο μεστό, δωρεάν διανεμόμενο, προγραμματικό δελτάριο, αποτελούσε βαρύνον κίνητρο προσελεύσεως στο γεγονός. Το ιδιαίτερο της συγκεκριμένης βραδιάς, ωστόσο, αποδείχθηκε ότι ήταν η ισομέρεια ενδιαφέροντος όλης της προγραμματικής σύλληψης τής συναυλίας.
Στο ουσιαστικά ενημερωτικό εισαγωγικό σημείωμά του ο Φίλιππος Τσαλαχούρης (*1969) δεν πληροφορεί αν η χρονολογούμενη από το 2013 πενταμερής «Ιουλιανή Σουίτα» του, παραγγελία τού Ελληνικού Κέντρου Λονδίνου εις μνήμην τής βυζαντινολόγου Ιουλιανής Χρυσοστομίδη, είχε προηγούμενη ευκαιρία παρουσίασης. Ο αποτυπωμένος στους τίτλους καθεμιάς από τις «5 ακουαρέλες» προγραμματικός μίτος εκτυλίχθηκε πάντως με ιδιαίτερη πειθώ υπό την διεύθυνση τού Βασίλη Χριστόπουλου. Ακολουθήσαμε με ενδιαφέρον την απόκοσμη και βαρυσήμαντη χαοτική αναπαράσταση τής έναρξης από τύμπανα και έγχορδα, τον μουσικό εμπλουτισμό που εισφέρει ο «Λόγος» βασισμένος στο ισοκράτημα τής «Ιδέας». Μια λεπτή, σχεδόν μινιμαλιστική ακινησία οδηγεί στην «Δημιουργία». Τονικά μαλακτική «Νοσταλγία» κυοφορεί τη «Γένεση» σε όλη την εκρηκτική της αποκάλυψη και την αποκρυστάλλωσή της σε ύπαρξη, αναγκαία προϋπόθεση της γνώσης. Μυστηριακός τόνος για το επίγραμμα της μελαγχολίας, λεπτός, χαμηλότονος υπαρξιακός περίπλους της κάθε συμπαντικής ψηφίδας. Άυλη, ονειρική ενορχήστρωση εισάγει την «Ψυχή», ένα καταληκτικό ρέκβιεμ ελπιδοφόρας εξαΰλωσης με θριαμβική κατάληξη.
Η αινιγματική και επίσης προγραμματική συμφωνία «Ματθίας ο ζωγράφος» τού Πάουλ Χίντεμιτ (1895-1963) βρήκε τη δικαίωσή της υπό την μπαγκέτα του Χριστόπουλου, όχι απλώς ως σπανίως ανακρουόμενη, αναπόσπαστη όμως ψηφίδα τής Γερμανικής συμφωνικής παράδοσης, αλλά πρωτίστως ως κεντροευρωπαϊκή αναλογία με την εφιαλτική σοβιετική καθημερινότητα ενός Σοστακόβιτς. Τόσο στην πανηγυρική πολυφωνία των αγγέλων τής α’ κίνησης όσο και στον ελεγειακό «ενταφιασμό» τής β’, αλλά και -κατ΄εξοχήν- στην εναρμόνιση των περιώνυμων «πειρασμών» τού ερημίτη αγίου και Μεγάλου Αντωνίου με τις προσωπικές δοκιμασίες τού συνθέτη από τον ηθικά εξοντωτικό για τον ίδιο ναζιστικό ολοκληρωτισμό.
Η συναυλία ολοκληρώθηκε, μετά το διάλειμμα, με μια κυριολεκτικά μνημειώδη εκτέλεση τού 3ου κονσέρτου για πιάνο και ορχήστρα, έργ.30, τού Σεργκέι Ραχμάνινωφ. Οι εκτός ΜΜΑ διαμαρτυρίες για τη μετάκληση τού Ρώσου Νικολάι Λουγκάνσκυ, αδικαιολόγητες κατά την άποψή μας, πνίγηκαν κυριολεκτικά στην ατρόμητη ερμηνεία του, στο επαναστατικά και πανανθρώπινα αγέρωχο ρομαντικό μέγεθός της, στις ασύλληπτες εκτινάξεις τεχνικής και μουσικής κυριαρχίας του, με την καντέντσα τού α’ μέρους να συμπυκνώνει απαράμιλλα τη δαιμονιώδη δύναμη, την εκπληκτική τεχνική των πολλών χεριών του, την επίτευξη μουσικής ουσίας σε ταχυδακτυλουργικές ταχύτητες. Η ενστικτώδης εκτίναξη από τα καθίσματα και οι αλαλαγμοί τού κοινού δεν έχουν προηγούμενο στην εμπειρία μας…