του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Μουσική αναφορά σε Πάθος και Ανάσταση
Όπως το έφερε η συχνά ευρηματική συγκυρία, οι γραμμές αυτές πληκτρολογούνται στην οθόνη τού υπολογιστή μας λίγα εικοσιτετράωρα μετά την επίσκεψη τού καλλιτεχνικού διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών Λουκά Καρυτινού στην Πρόεδρο τής Δημοκρατίας, προκειμένου να τής επιδώσει προσωπικά την επίσημη πρόσκληση για την παρουσίαση, στο Ωδείον Ηρώδου τού Αττικού την 29η Ιουνίου, τού Ρέκβιεμ τού Βέρντι, πρόσκληση που η ίδια απεδέχθη αμέσως. Θα είναι η ακροτελεύτια συναυλία τής ΚΟΑ για την καλλιτεχνική περίοδο 2022/23, μιαν ομολογουμένως από τις συνολικά πλέον ποιοτικές τής σύγχρονης ιστορίας της και η διέγερση προσοχής τής στήλης ας συνεκτιμηθεί μεταξύ των λόγων τακτικού σχολιασμού εκδηλώσεων τού σχηματισμού. Η ίδια συγκυρία φιλοτεχνεί περαιτέρω βαρυσήμαντο συνειρμό ανάμεσα στην σημερινή αναδρομή μας στην δεύτερη και «μεγάλη» από τις δύο λειτουργίες του Ludwig van Beethoven, την «Missa Solemnis», και την επιμνημόσυνη ανάγκη περισυλλογής μετά την οδυνηρή απώλεια εκατοντάδων συνανθρώπων.
Πρόσθετη ευκαιρία περίσκεψης, σε σχέση με την παράνοια τού σοβούντος ενδοευρωπαϊκού πολέμου και την αντιστρόφως ανάλογη οικουμενική εμβέλεια παρόμοιων μουσικών οροσήμων, παρέχει μια υποσημείωση που ενδεχομένως εκφεύγει της συνειδητοποίησής μας, ότι δηλαδή η περίπου σύγχρονη με την 9η συμφωνία «Επίσημη Λειτουργία» πρωτοπαρουσιάσθηκε στην Αγία Πετρούπολη, με επιμέλεια τού Ρώσου πάτρωνα τού συνθέτη πρίγκιπα Νικολάι Γκαλίτσιν, και μόνον καθυστερημένα όσο και αποσπασματικά ήχησε στην κοιτίδα του Βιέννη! Ας είναι! Η προπασχαλινή μονοθεματική συναυλία τής 12ης Απριλίου παρέσχε την ευκαιρία επιστροφής, στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» (Φίλων της Μουσικής) τού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, του Christoph Poppen, αρχιμουσικού στέρεης και καλής σχολής που είχε αφήσει εξαιρετικές εντυπώσεις σε παλαιότερες μετακλήσεις του.
Υπό τη μπαγκέτα του η «Μίσσα Σολέμνις» απογειώθηκε με όλο το επίσημο μέγεθος τού τίτλου της και με στιβαρή επισημότητα εμβατηρίου υποδοχής τού Κυρίου ως εγκόσμιου και υπερκόσμιου κτήτορα τής Οικουμένης. Αποθεωτικά δοξαστικός και ο αίνος του Gloria, με δυναμισμό αποκαλυπτικής ισχύος από τις μεγάλες χορωδιακές (ΕΡΤ, Δήμος Αθηναίων, χωρίς κενά όγκου) και ορχηστρικές δυνάμεις, εμπειρότεχνα εναρμονισμένες τόσο στην αρχική έκρηξη όσο και στις ευχαριστιακές μετατροπίες της μπετοβενικής ευρηματικότητας. Ο Γερμανός διέθετε ευτυχώς ένα πολυεθνικό φωνητικό κουαρτέτο (Karen Leiber, Ingeborg Danz, Jenish Ysmanov, Πέτρος Μαγουλάς) ομοιογενές στην ηχοχρωματική μείξη, που συνέβαλε στη μεγαλειώδη διάταση της μουσικής, το πολύτιμο και υπερβατικό χαρακτηριστικό μιας ερμηνείας που δεν μετριάσθηκε ούτε στις στιγμές εσωτερικότητας, όπως το «Σαρκωθέντα» (Et incarnatus), χωρίς επίσης φαλκίδευση ανάδειξης λεπτομερειών, όπως η αξιομνημόνευτη διαμαρτυρία των εγχόρδων στο «Σταυρωθέντα»(Crucifixus).
Η ρυθμική πειθαρχία τού Πόππεν, προστατευτική παρά περιοριστική του μουσικού σφυγμού, δεν υποχώρησε ούτε κατά το ψυχηρό σόλο τού βιολιού στο «Benedictus». Αξιοσημείωτη ωστόσο αποδείχθηκε η εσωτερική σταθερότητα στο τέμπο τής τελευταίας κίνησης αυτής τής πενταμερούς λειτουργίας, που λειτούργησε με αιρετική συνεκτικότητα ανάμεσα στο συγκινησιακά φορτισμένο «Agnus Dei» και το καταληκτικό «Dona nobis Pacem», ανοιχτό στη συλλογική επίκληση μιας αδελφωμένης αίθουσας θεατών και εκτελεστών για αναστάσιμο θρίαμβο κάθε «αμνού», κατάφορτου από αμαρτίες ενός ταλαίπωρου κόσμου…