Ασμίκ Γκριγκόριαν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

1

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

Ασμίκ Γκριγκόριαν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

     Έχοντας πρόσφατη την μέθεξη με την τέχνη τής υψιφώνου Asmik Grigorian στο πλαίσιο τού εφετινού Φεστιβάλ Σάλτσμπουργκ, και μάλιστα ως Λαίδη στον «Μάκβεθ» τού Βέρντι, αδημονούσαμε για την ατομική εμφάνισή της σε ρεπερτόριο τής εσωτερικότητας και τού λυρισμού μελωδιών τού P.I.Tchaikovsky και τού S.Rachmaninov, και μάλιστα στον αχανή για παρόμοια εγχειρήματα χώρο της αίθουσας «Χρήστος Λαμπράκης» (Φίλων της Μουσικής) τού Μεγάρου των Αθηνών.

     Αυτό που μάς είχε εντυπωσιάσει στο Grosses Festspielhaus ήταν η καθ’ όλη τη διάρκεια τής όπερας αβίαστη προβολή στην αίθουσα μιας φωνής που έμοιαζε να αναβλύζει με την μεγαλύτερη νοητή φυσικότητα από ένα σωματικό μηχανισμό αλώβητο σε πιέσεις έκτασης και αναπνοής. Και, ώ τού θαύματος, και αυτό το βράδυ της 17ης Οκτωβρίου, ήδη από την αρχική «Δίνη τού χορού» -και παρά ένα τέμπο από τον πιανίστα Lukas Geniušas, που σχεδόν εξαφάνισε το βαλς του τραγουδιού- βρεθήκαμε ευθύς έκθετοι, όπως και στο Σάλτσμπουργκ, στη σαγήνη μιας φαινομενικά (;) απίστευτα ανεπιτήδευτης φύσης και φραστικής. Και στο επόμενο τραγούδι τού Τσαϊκόφσκι, επίσης βαθιάς μοναξιάς, επιβεβαιώσαμε την ασφαλή και ομοιογενή ανάπτυξη εξαγγελίας μιας φωνής ικανής για τις πλέον απαιτητικές ταλαντώσεις ανάμεσα σε σαρκώδη piani και πλούσιες δραματικές φορτώσεις. Το κινηματογραφικής φήμης, νοσταλγικό, «None but the lonely heart» (ή «Nur wer die Sehnsucht kennt») εδραίωσε την πρόσληψη μιας φωνής που εκφράζεται πιότερο μέσα από διαδρομές δυναμικής παρά από μια παλέτα ηχοχρωμάτων, που στην περίπτωσή της μοιάζει μάλλον περιορισμένη.

     Θυγατέρα τού -μέτοικου στη Λιθουανία- τενόρου Gegam Grigorian, τη θρυλική φωνητική στιβαρότητα τού οποίου ανακαλούμε και από μετακλήσεις του στην Ελλάδα, η νεαρή ακόμη υψίφωνος έχει προικισθεί με εξοφθάλμως ατσάλινη τεχνική, ώστε η ισχυρή και καθαρή επιβολή της εκφοράς της να εκτείνεται ακόμη και μέχρι τις «ορεινές» επάλξεις τού Θεωρείου 10, χωρίς την παραμικρή απώλεια και στην πλέον ψιθυριστή φράση αυτών των εξομολογητικών μελωδιών ενός χαρακτηριστικά χειμαρρώδους και τυπικά Ρωσικού λυρισμού. Τού ίδιου μαγνητικού εκείνου, με τον οποίον περιέβαλε πιανιστικά εμβόλιμα ο αυτοτελώς αξιομνημόνευτος Ρωσολιθουανός πιανίστας, δικαιώνοντας π.χ. το συναισθηματικό πλεόνασμα της ρομάντσας σε φα ελάσσονα όπως και τις απαιτήσεις δακτυλικής ευφράδειας τού Scherzo humoresque.

     Οφείλουμε στο συνοδευτικό κείμενο της Μάιρας Μηλολιδάκη την συνειδητοποίηση της ενδεχομένως ανεπίγνωτης ταυτότητας της βραδιάς ως αφιερώματος στο πολιτισμικό λυκόφως της αυτοκρατορικής Ρωσίας, μέσα από τη διαπίστωση ότι ο Ραχμάνινωφ, έργα του οποίου ολοκλήρωσαν τη βραδιά, δεν επέστρεψε ποτέ όχι μόνον στην πατρίδα του αλλά ούτε στο είδος της έντεχνης μελωδίας μετά το 1917! Και σε αυτήν την δεύτερη ακολουθία θαυμάσαμε την μαγική mezza voce ως οδηγό σε έναν «εκ βαθέων» ενστικτώδη συνθετικό δρόμο, πότε επί λέξει παιδιάστικο (έργ. 8 αρ. 2) και πότε ονειρικό (έργ. 8 αρ.5), άμεσα αναφορικό στο ποιητικό υπόστρωμα, χωρίς περιστροφές ψυχισμού ή εγκεφάλου, με την έκσταση να καιροφυλακτεί απέριττη και θεσπέσια και με ένα αδιάλειπτου πόνου déjà vu, προνομιακό στο χώρο της έντεχνης μελοποίησης.