Μετάφραση: Ελεάνα Ζιάκου
Σκηνοθεσία: Ένκε Φεζολλάρι
Ερμηνείες: Rita Gjeka Kacarosi, Jozef Shiroka, Krist Lleshi, Fritz Selmani, Rajmonda Marku, Merita Smaja, Nikolin Ferketa, Aleksander Prenga
Με την έκτακτη συμμετοχή τών: Vefi Redhi και Adem Karaga
Τραγουδά, επί σκηνής, η Rezarta Smaja με τη συνοδεία του Bledi Doci
Η Εκάβη είναι τραγωδία που έγραψε ο Ευριπίδης και διδάχθηκε το 427 π.Χ. Το έργο χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο εκτυλίσσεται στον τύμβο του Αχιλλέα, όπου και θυσιάζεται η κόρη του Πριάμου και της Εκάβης, Πολυξένη, προς τιμή του νεκρού Έλληνα πολεμάρχου. Στο δεύτερο, η Εκάβη εκδικείται, τυφλώνοντάς τον και σκοτώνοντας τα δυο παιδιά του, τον βασιλιά των Θρακών Πολυμήστορα, ο οποίος είχε φονεύσει τον γιο της, Πολύδωρο, με σκοπό να του πάρει το χρυσάφι που του είχε δώσει ο πατέρας του, Πρίαμος.
Η «Εκάβη» πρωτο-ανέβηκε στην Αλβανία εφέτος, στο ιστορικό Θέατρο “Migjeni”, της πόλης «Σκόδρα», που αποτελεί ένα από τα πρώτα Θέατρα της Αλβανίας, σε μετάφραση της Ελεάνας Ζιάκου και σκηνοθεσία του Ένκε Φεζολλάρι. Ο Ένκε Φεζολλάρι είναι σκηνοθέτης και ηθοποιός. Γεννήθηκε στην Αλβανία το 1981 και είναι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Από το 2005 ως το 2019 συνεργάστηκε, ως ηθοποιός, με καταξιωμένους σκηνοθέτες στα Θέατρα: Εθνικό, Νέου Κόσμου, Χώρα, Από Μηχανής κ.ά. Ως σκηνοθέτης δραστηριοποιείται από το 2010. Το 2013 βραβεύτηκε στο Winter Festival του Σαράγιεβο για τη «Λίστα» της Κλαίρης Λιονάκη, μαζί με τον Μάνο Καρατζογιάννη. Στο ίδιο Φεστιβάλ παρουσίασε και την Εκάβη του Ευριπίδη.
Η παράσταση στο Αττικό Άλσος – «Θέατρο Κατίνα Παξινού», δόθηκε στις 6 Ιουλίου 2023, στα πλαίσια του 2ου Φεστιβάλ Περιφέρειας Αττικής και του 1ου Διαβαλκανικού Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος, με ελεύθερη είσοδο για το κοινό. Αποδόθηκε στην αλβανική γλώσσα, (με ελληνικούς υπέρτιτλους), από Αλβανούς ηθοποιούς, ενώ ακούγονται και αρκετά ελληνικά, όπως και λέξεις από άλλες γλώσσες των Βαλκανίων.
Ο Ένκε Φεζολλάρι, ενσωματώνοντας στοιχεία από την παράδοση της Αλβανίας, χάρισε στο κοινό μια δυνατή παράσταση. Η όλη σκηνοθετική γραμμή υπηρέτησε την τραγικότητα των γεγονότων, όπως αυτά κατατίθενται από τον Ευριπίδη. Τα έργα αυτά είναι διαχρονικά και οικουμενικά. Οι συνέπειες ενός πολέμου είναι ίδιες παντού. Ο θάνατος, οι καταστροφές, ο ξεριζωμός… πονάνε το ίδιο, σε όποια χώρα κι αν συμβούν. Όμοια θρηνεί η ελληνίδα μάνα, όμοια η Τρωαδίτισσα. Η προσφυγιά, ακόμα και σήμερα, πονάει βαθιά, κι εξαιτίας της, η θάλασσα παίρνει στην αγκαλιά της πολλούς κι ανήμπορους ανθρώπους, στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τη λαίλαπα του πολέμου. Η Μεσόγειος (εδώ που γεννήθηκαν οι μεγάλοι πολιτισμοί της οικουμένης) γίνεται ο υγρός τάφος χιλιάδων αθώων ψυχών. Ο Ένκε Φεζολλάρι και η ομάδα του μας μετάλαβαν τον τραγικό λόγο, μέσα από τη δική τους ματιά, τα δικά τους έθιμα και χαρακτηριστικά. Οι ερμηνείες των ηθοποιών, με κυρίαρχες αυτές της Εκάβης, του Πολυμήστορα, του Αγαμέμνονα, της Πολυξένης και του Πωλυδώρου μετέδωσαν το τραγικό ρίγος στους θεατές, ενώ η Rezarta Smaja μάγεψε με τη γλυκιά φωνή της.
Οι θεατές αντάμειψαν όλους τους συντελεστές, στο τέλος, με πολλά χειροκροτήματα αλλά και ζωηρά επιφωνήματα. Εύγε!
«Θέατρο Αττικού Άλσους – Κατίνα Παξινού»
Νίκος Μπατσικανής, ποιητής, συγγραφέας, κριτικός Θεάτρου,
μέλος τής Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών
Ευριπίδης (480 π.Χ. – 406 π.Χ.): Έλληνας τραγικός ποιητής κι ένας από τους τρεις (3) μεγάλους διδασκάλους του αττικού δράματος στο αρχαίο ελληνικό θέατρο. Καταγόμενος από τη Φλύα, δήμο της Κεκρωπίας (σημ. Χαλάνδρι), λέγεται ότι γεννήθηκε στη Σαλαμίνα την ημέρα της Ναυμαχίας, όταν ο Αισχύλος αγωνιζόταν ως πρόμαχος άνδρας, ο δε Σοφοκλής ως έφηβος που έσερνε τον χορό για τα Επινίκια. Το γένος του ποιητή δεν ήταν επιφανές, όπως των άλλων τραγικών. Γονείς του φέρονται ο Μνήσαρχος και η Κλειτώ, την οποία ο Αριστοφάνης αναφέρει κοροϊδευτικά ως λαχανοπώλισσα (Αχαρν. 480, Ιππ. 19). Ο Ευριπίδης έζησε τα νιάτα του σε εποχή ακμάζουσα, τον χρυσό αιώνα του Περικλέους, αλλά γέρασε στα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, όπου έχασε κι έναν (1) από τους γιους του.
Το έργο των σοφιστών και γενικότερα οι νέες ιδέες και τα καινούρια προβλήματα, συνυπάρχουν στα έργα του Ευριπίδη, αντικατοπτρίζοντας την αμφισβήτηση και τις πνευματικές έριδες της εποχής του. Κατά τον Φιλόχορο ο ποιητής έτυχε επιμελημένης αγωγής, με συμμετοχή του σε εορτές του δήμου του, έγινε πυρφόρος του εκεί λατρευομένου Ζωστηρίου Απόλλωνα, ενώ σε αγώνες έλαβε μέρος στο παγκράτιο και στην πυγμή, όπου και νίκησε ακόμη και στους Παναθήναιους γυμνικούς αγώνες. Γρήγορα, όμως, απαρνήθηκε τον αθλητισμό και τους αθλητές.
Ασχολήθηκε και με τη ζωγραφική, τα δε έργα του παρουσιάσθηκαν στα Μέγαρα, την δε επ’ αυτού ιδιοφυΐα μαρτυρούν και πλείστες εικόνες στις τραγωδίες του. Για λίγο ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία, την ποίηση και τη μουσική. Ήταν πρωτοφανής η αγάπη του για τη θάλασσα, η οποία σφράγισε οριστικώς και το όλο έργο του. Ο Ευριπίδης ήταν τύπος αντικοινωνικός (είχε ελάχιστους φίλους), εσωστρεφής, μελαγχολικός και δυσπρόσιτος, δεν ενδιαφέρθηκε για τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα της εποχής του, ενώ, αντιθέτως, ασχολήθηκε ενεργά με το πνευματικό κίνημα του Διαφωτισμού της εποχής του. Υπήρξε ακουστής (ακροατής) τών: Αναξαγόρα, Προδίκου, Πρωταγόρα (με τον οποίο κράτησε τις στενότερες σχέσεις) αλλά και του Σωκράτη, με τον οποίο διατηρούσε μακρά φιλία. Θαυμαστής των φιλοσόφων: Δημοκρίτου και Ηρακλείτου, ενώ δεν ήταν μόνο μελετηρός, αλλά διέθετε και μια (1) από τις πιο πλούσιες βιβλιοθήκες. Αν και ήταν ιδιαίτερα ανοιχτός στην επίδραση της πνευματικής Αθήνας, εντούτοις διατήρησε την πνευματική του ακεραιότητα, διατυπώνοντας, συχνά, στις πνευματικές αντιλήψεις της εποχής του διάφορες επικρίσεις.
Με την πολιτική δεν ασχολήθηκε, όπως οι άλλοι τραγικοί, αλλά τη δική του θέση, γνώμη και θεωρία τις παρουσίαζε μέσα από τα έργα του, κρίνοντας την άκρατη οχλοκρατία αλλά και κατακρίνοντας με σφοδρότητα τους δημαγωγούς που παρέσερναν στον όλεθρο τα πλήθη, ενώ στη μεσαία τάξη των πολιτών αναγνώριζε τους σωτήρες της πόλης και τους φύλακες της τάξης.
Ήταν σύγχρονος των σοφιστών και γι’ αυτόν τον λόγο, άλλωστε, πολλές από τις απόψεις τους είτε δεν τις δεχόταν είτε τις παραποιούσε σύμφωνα με την δική του σκέψη. Ο Ευριπίδης με τις τραγωδίες του προβληματίζει τους πάντες, ακόμη και σήμερα. Η τραγωδία του «Ελένη» παρουσιάζει στοιχεία πρωτοφανή για την εποχή εκείνη, καθώς ο Ευριπίδης δίνει λόγο σε ρόλους ως τότε «βωβούς», όπως στον ρόλο του δούλου. Αρκετές φορές μέσα από τα έργα του αμφισβητεί τα πάντα, ακόμη και την ύπαρξη των θεών, χωρίς ωστόσο να είναι άθεος.
Ο ιδιωτικός βίος του ποιητή δεν ήταν ευτυχής. Την πρώτη του γυναίκα, Χοιρίνη, την απέπεμψε για ακολασία. Η δεύτερη η Μελιτώ, υπήρξε πιο ακόλαστη από την πρώτη και τον εγκατέλειψε. Από την πρώτη απέκτησε τρεις γιους, τους: Μνησαρχίδη (έμπορος), Μνησίλοχο (ηθοποιός) και Ευριπίδη τον νεότερο, ο οποίος δίδαξε (ανέβασε και παίχθηκαν) δράματα του πατέρα του μετά τον θάνατο εκείνου. Αναφέρεται και τέταρτος γιος, ο Ξενοφών, που σκοτώθηκε το 428 π.Χ., τη χρονιά που ο Ευριπίδης κέρδιζε διάκριση για τον Ιππόλυτο.
Ο Ευριπίδης το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του το πέρασε στην Αθήνα αλλά τα τελευταία χρόνια, τα έζησε στη Μακεδονία, προσκεκλημένος στην βασιλική αυλή της Πέλλας από τον ίδιο τον φιλόμουσο βασιλιά Αρχέλαο που συνήθιζε να συγκεντρώνει μεγάλους καλλιτέχνες και να στηρίζει τη δραστηριότητά τους.
Στη Μακεδονία, ο ποιητής, μετά από ολιγόχρονη παραμονή στη Μαγνησία, όπου τιμήθηκε τα μέγιστα, μέχρι προξενίας και ατέλειας, έγινε δέκτης επίσης μεγάλων τιμών από τον ίδιο τον βασιλιά. Έγραψε το δράμα «Αρχέλαος», στο οποίο εγκωμίαζε τον βασιλιά καθώς και το έργο «Βάκχαι», που, όμως, δεν αξιώθηκε να το παρουσιάσει, λόγω του πρόωρου θανάτου του. Σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία υπέκυψε στα τραύματα που του προκάλεσαν άγρια σκυλιά στην Αρέθουσα, όπου και τελικά ετάφη με βασιλικές τιμές. Ο Αρχέλαος πένθησε και του ανήγειρε μεγαλοπρεπή τάφο, που αργότερα έγινε τόπος προσκυνήματος των θαυμαστών του. Επίσης ανεγέρθηκε κενοτάφιο στη μνήμη του Ευριπίδη στην Πέλλα.
Αλλά και οι Αθηναίοι, όταν έμαθαν το θάνατό του πένθησαν. Ο Σοφοκλής παρουσιάσθηκε με μαύρο χιτώνα και εισήγαγε αστεφάνωτους (λόγω του θανάτου του Ευριπίδη) τους υποκριτές και τον χορό κατά την είσοδό τους στο θέατρο. Μετά την άρνηση του Μακεδόνα βασιλιά να τους παραδώσει τα οστά του Ευριπίδη, εκείνοι ανήγειραν μέγα κενοτάφιο στην άγουσα προς Πειραιά οδό. Κατόπιν, οι Αθηναίοι, με πρόταση του ρήτορα Λυκούργου, έστησαν χάλκινο ανδριάντα του ποιητή στο θέατρο του Διονύσου.
Ο Ευριπίδης, εκτός ενός επινίκιου προς τιμή του Αλκιβιάδη, που νίκησε στο άρμα, και μιας ελεγείας προς τιμή των πεσόντων Αθηναίων στις Συρακούσες, έγραψε 92 δράματα ή 23 τετραλογίες, αλλά σώζονται τα 78, εκ των οποίων τα 8 ήταν σατυρικά.
Στην πίσω πλευρά του εις το Μουσείο Λούβρο ανδριάντα του αναγράφονται σε αλφαβητική σειρά 37 δράματα. Είναι γνωστοί 81 τίτλοι έργων του, εκ των οποίων έχουν διασωθεί «πλήρη» 19, εξ ων 1 σατυρικό. Αν και η συγγραφική σταδιοδρομία του Ευριπίδη υπήρξε έντονη, εντούτοις επειδή προξένησε πολύ θόρυβο για την εποχή του, δεν τον επιδοκίμαζε ιδιαίτερα το κοινό, γεγονός που φαίνεται από το ότι ο Ευριπίδης αν και συμμετείχε πενήντα χρόνια στους δραματικούς αγώνες, βγήκε πρώτος σε αυτούς μόλις τέσσερις φορές. Για πρώτη φορά συμμετείχε σε ποιητικό αγώνα το 455 π.Χ., τρία χρόνια έπειτα από την Ορέστεια του Αισχύλου (452 π.Χ.), όπου βγήκε τρίτος (ο Ευριπίδης), διδάσκοντας το έργο «Πελιάδας», με το οποίο και έλαβε τις «τριτείες» και εφεξής δίδασκε μέχρι το τέλος του βίου του.
Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, ο Ευριπίδης τάφηκε στην αρχαία μακεδονική πόλη της Αρέθουσας. Η πόλη, της οποίας η ακριβής τοποθεσία δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα, τοποθετείται ανάμεσα στα σημερινά χωριά Ρεντίνα και Σταυρός Θεσσαλονίκης.
Τα διασωθέντα 19 πλήρη έργα του, από τους 81 γνωστούς τίτλους, με αλφαβητική σειρά και το έτος παρουσίασης:
Άλκηστις – 438 π.Χ. Ανδρομάχη – 420 π.Χ. Βάκχαι – 407 π.Χ. Εκάβη – 425 π.Χ. Ελένη – 412 π.Χ. Ηλέκτρα – 413 π.Χ. Ηρακλείδαι – 417 π.Χ. Ηρακλής μαινόμενος – 424 π.Χ. Ικέτιδες – 420 π.Χ. Ιππόλυτος – 428 π.Χ. Ιφιγένεια εν Αυλίδι – άγνωστο έτος. Ιφιγένεια εν Ταύροις – άγνωστο έτος. Ίων – 412 π.Χ. Κύκλωψ – το μοναδικό σωζόμενο σατυρικό δράμα, άγνωστο έτος. Μήδεια – 431 π.Χ. Ορέστης – 408 π.Χ. Ρήσος – 453 π.Χ. Τρωάδες – 415 π.Χ. Φοίνισσαι – 408 π.Χ. (Βικιπαίδεια, απόσπασμα)