του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Θυμόμαστε τον Andrei Gavrilov, όταν, στη Γερμανία των αρχών της δεκαετίας τού 1980, αντιμετωπιζόταν, παραλλήλως με τον περίπου συνομήλικό του Yuri Egorov, ως «shooting star» της Σοβιετικής σχολής πιάνου. Κι αν ο πρεσβύτερος Γιούρι είχε μαθητεύσει πλάι σε μαθήτρια ενός Yakov Zak, ο Αντρέι, γιος καθιερωμένου ζωγράφου και Αρμένιας πιανίστας, μαθήτριας τού Heinrich Neuhaus, δεν υστερούσε σε μουσικά νάματα, αφού όχι μόνον η πρώτη -μετά τη μητέρα του- καθηγήτριά του στο Ωδείο της Μόσχας ανέτρεχε στο τεράστιο εκπαιδευτικό διαμέτρημα ενός Alexander Goldenweiser, αλλά και ο καθηγητής τής ολοκλήρωσης των σπουδών του, ο Lev Naoumov προερχόταν από το φυτώριο του Νώυχάουζ. Το γεγονός δε ότι ο Γκαβρίλωφ, μέσω του πατέρα του, όπως και ο Νώυχάουζ, αλλά και ο Sviatoslav Richter, κατάγονταν από Γερμανούς προγόνους, δεν ήταν ίσως άσχετο ούτε με την επιλογή του από τους ιθύνοντες τού Φεστιβάλ Ζάλτσμπουργκ, προκειμένου να αντικαταστήσει τον αδιάθετο Ρίχτερ σε συναυλία, ούτε με την μετέπειτα συνεργασία των δύο, όπως στην ηχογράφηση με πιάνο για τις σουίτες τού Χαίντελ.
Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών εγκαινίασε τη συναυλία τής 20ης Οκτωβρίου, υπό την διεύθυνση τού Matthias Foremny, με την σουίτα από την όπερα τού Κουρτ Βάιλ «Η Άνοδος και η Πτώση της πόλης Μαχαγκόνυ», που η πρεμιέρα της είχε λάβει χώραν το 1930 στη Λειψία, πόλη με την οποία συνδέεται ο μαέστρος ως ο πρώτος προσκεκλημένος αρχιμουσικός τής Όπεράς της. Υπό τη μπαγκέτα του η ΚΟΑ διείσδυσε στον εικονοκλαστικό σαρκασμό της μουσικής, πιότερο αισθαντικής από τα χονδροειδή σημαινόμενά της, με κύριο τη γελοιοποίηση του καπιταλισμού και της αστερόεσσας κοιτίδας του. Με στερεοσκοπικά τοποθετημένα έγχορδα και με όγκο που προκαλούσε τον συμφωνικό Στράους, αποδόθηκε στο έπακρον η μουσική σύνοψη ενός λυρικού έργου που η μπρεχτική υπερβολή του μοιάζει ξεπερασμένη στην εν πολλοίς αποϊδεολογικοποιημένη, αφαιρετική εποχή μας.
Το α’ μέρος της συναυλίας ολοκλήρωσε το 1ο από τα 5 και μοναδικό κοντσέρτο για πιάνο τού Σεργκέι Προκόφιεφ, που ηχογράφησε (1977!) ο Γκαβρίλωφ, τότε όπως και σήμερα, σε συνδυασμό με τού Ραβέλ. Ο έμπειρος, «λυμένος» δακτυλισμός του ανέσυρε και νοηματοδότησε συνθετικές πινελιές που άλλως θα παρέρχονταν ως κενή δεξιοτεχνική φλυαρία. Εκείνος όχι απλώς θάμβωσε με την καθαρότητα της άρθρωσης και τη δαντελένια εσωτερικότητα του μεγάλου ερμηνευτή, αλλά και συντήρησε τον ποιοτικό πήχυ για τις δαιμονικές απαιτήσεις του γ’ μέρους, στις οποίες ανταποκρίθηκε με τόσο κραυγαλέα ευκρίνεια και διατεταμένο μουσικό και εκφραστικό εύρος που ελάχιστοι θα επιτύγχαναν χωρίς την μομφή της υπερπροσπάθειας. Αλλά και στον Ραβέλ «για το αριστερό χέρι» ο Γκαβρίλωφ ενάλλασσε πανεύκολα την κραυγαστική δεξιοτεχνία με τη ρωμανική και ρομαντική φινέτσα σε μιαν ερμηνεία-σταθμό γι’ αυτό το αινιγματικό έργο, επίκαιρο όσο ποτέ στη νοσταλγία της καντέντσας που απέδωσε αλησμόνητα. Το πρόγραμμα ολοκλήρωσε η 2η σουίτα από το μπαλέτο τού Ραβέλ «Δάφνις και Χλόη», ευκαιρία ανάδειξης όλων των αναλογίων τής Κρατικής μας…