του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Σκύλλας, Ραβέλ, Σαιν-Σανς από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών
Άλλη μια ενδιαφέρουσα συναυλία επεφύλασσε στον απόηχό της η ήδη παρελθούσα καλλιτεχνική περίοδος τής ΚΟΑ, με κέντρο βάρους το γαλλικό συμφωνικό ρεπερτόριο, αλλά και με μια ενδιαφέρουσα ελληνική προσθήκη στο εθνικό απόθεμα συμφωνικής μουσικής.
Το όνομα τού Δημήτρη Σκύλλα (*1987), πιανίστα και συνθέτη, που, από το 2005 εκπαιδεύθηκε και δρα στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν μάς ήταν οικείο. Και τούτο παρά το γεγονός ότι φέρεται ως ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με παραγγελία μουσικού έργου από την Συμφωνική Ορχήστρα τού BBC, σε από κοινού ανάθεση με την Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ωνασείου, όπου επίσης έχουν πρωτοπαρουσιασθεί έργα του, όπως και, μεταξύ άλλων, στο Αββαείο του Westminster, το Royal Albert Hall, το London Design Festival, στην VIP τελετή εγκαινίων της Βρετανικής Μπιενάλε Κεραμικής και στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Το φιλοξενούμενο στην ιστοσελίδα τής «Στέγης» βιογραφικό του τον χαρακτηρίζει ως έναν «από τους πιο δυναμικούς συνθέτες της γενιάς του διεθνώς» με «επιρροές από έννοιες όπως τα παραδοσιακά τελετουργικά, οι θρήνοι, η πίστη και ποιητικές εικόνες, ενώ συνδιαλέγεται με τα πεδία του θεάτρου, του σύγχρονου χορού, του κινηματογράφου και των εικαστικών τεχνών».
Η καθυστερημένη λόγω πανδημίας γνωριμία μας με το «συμφωνικό ποίημα Επανάστασης»(sic!) «Ο Χορός τού Ζαλόγγου», επετειακή παραγγελία τής ΚΟΑ, επιβεβαίωσε τη γόνιμη επίδοσή του στην κινηματογραφική μουσική υπό την εξαιρετικά λεπτολόγο και συναρπαστική διεύθυνση τού Michał Nesterowicz (*1974). Πένθιμη κωδωνοκρουσία εισάγει το έργο με θρήνο του φαγκότου να περνά από τα χάλκινα στα έγχορδα, ευφυή υπόκρουση τυμπάνου εξελισσόμενη σε εκκωφαντικό εμβατήριο, αντιστικτική αποκλιμάκωση σε χαμηλότονο μοιρολόι των εγχόρδων. Η κορύφωση σε επίσης εκκωφαντικό ηρωικό και πένθιμο εμβατήριο με χαρμόσυνες αυτή τη φορά κωδωνοκρουσίες και τυμπανοκρουσίες θα αποτελούσε εύλογη κατάληξη, χωρίς περαιτέρω μακρηγορία.
Βαθιά ωριμότητα και εξοικείωση με το ιδίωμα, αλλά και τις ιδέες τού Maurice Ravel, ανέδειξε η ερμηνεία τής Ντόρας Μπακοπούλου για το κοντσέρτο του σε σολ. Κάθε φθόγγος, κάθε χρώση, κάθε ηχητική νύξη εκτέθηκε για όλη τη μουσική της αξία, με τη διακριτική φυσικότητα και την λεπτή φωτοσκίαση που αρμόζει σε αυτή την φαινομενικά αποστασιοποιημένη μουσική. Ιδιαίτερα συγκινητικό το ενδιάμεσο adagio assai, με όλο το φραστικό εύρος που διεκδίκησε η σολίστ για την λεπταίσθητα σπαρακτική της άποψη. Αξιοσημείωτος τέλος ο χώρος που τής διασφάλισε ο μαέστρος στο σύντομο καταληκτικό μέρος, όπου το αιρετικά συγκρατημένο τέμπο βρήκε ανταποδόσεις στην αναλυτική έκθεση αυτής της πυροτεχνικής κίνησης. Με τον «Κύριο Νολλ» από το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» τού Μάνου Χατζιδάκι αποχαιρέτησε η Εστιάδα του πιάνου το συγκινημένο κοινό.
Η 3η από τις 5 συμφωνίες τού Camille Saint-Saens, που ολοκλήρωσε τη συναυλία, δεν έκρυβε μυστικά για τον Πολωνό αρχιμουσικό, βρήκε την ΚΟΑ στις επάλξεις υπεράσπισης ενός συνθέτη που είχε τιμήσει το πόντιουμ τής προκατόχου της και τον πολυτάλαντο Τίτο Γουβέλη στο εντυπωσιακό όργανο τού ΜΜΑ, ώστε η εκδήλωση οδηγήθηκε απρόσκοπτα σε δοξαστικό πέρας!