Θεσμική καθιέρωση επιτέλους για την «Φιλαρμόνια Αθηνών»

3

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

Θεσμική καθιέρωση επιτέλους για την «Φιλαρμόνια Αθηνών»

Αν και περιττολογία για την κοινή συνείδηση των θεραπόντων τού λόγιου Ελληνικού ακροάματος, η σημασία τού βιολοντσελίστα, αρχιμουσικού και παθιασμένου ερευνητή Βύρωνος Φιδετζή υπερακοντίζει την θέση ακαδημαϊκού που εξακολουθεί να τού οφείλεται, ιδίως σε ένα περιφερειακό πολιτιστικό πλαίσιο, όπως το ημεδαπό, που πολλά επιτεύγματα οφείλονται στο stricto sensu «ερασιτεχνικό» και ανιδιοτελές πάθος προσώπων (δεν αρεσκόμεθα στον χαρακτηρισμό ως «ιδιωτών» ανθρώπων που μετέχουν τόσον εμβληματικά σ’ έναν εξέχοντα τομέα των «κοινών», όπως είναι αεί ο πολιτισμός). Υπό την έννοια αυτή τόσον η συναυλία τής «δικής του» Ορχήστρας Φιλαρμόνια Αθηνών, στις 15 Οκτωβρίου, υπό την διεύθυνσή του, στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» τού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών όσο και η παρουσίαση, από τον ίδιο και τον ζηλωτή συνοδοιπόρο του καθηγητή Νίκο Μαλλιάρα, στις 18 Νοεμβρίου στην αίθουσα «Γιάννης Μαρίνος» τού «Συλλόγου Φίλων τής Μουσικής», τής εμπορικής κυκλοφορίας των μέχρις ώρας απάντων τού γεννημένου στη -μαρτυρική- Μαριούπολη Γεωργίου Αξιώτη, επισφράγισαν την δικαίωση μιας τολμηρής πρωτοβουλίας που επιτέλους γνωρίζει οφειλόμενη θεσμική αναγνώριση.

Ενδεικτική για αυτήν την εξέλιξη υπήρξε η συμπαραγωγή τής Συναυλίας με το ΜΜΑ και το εκτυπωτικά πολυτελές συνοδευτικό βιβλιάριο τού γεγονότος, που αφιερώθηκε στη μνήμη των προσφάτως μεταστάντων Γ.Λεωτσάκου και Σπ.Ράντου. Το εκτός πεπατημένης πρόγραμμα εγκαινιάσθηκε με το μπαλέτο «Η δημιουργία τού κόσμου» τού Γάλλου συνθέτη Darius Milhaud, από τους αγαπημένους, παρεμπιπτόντως, του Μάνου Χατζιδάκι. Ήταν μια απολαυστική εκτέλεση, όχι μόνον στην κρίσιμη για μουσική μπαλέτου διαχείριση τής ρυθμικής αγωγής, αλλά και στην ποιότητα τής οργανικής συνεισφοράς τού ολιγάριθμου συνόλου, επαρκώς προβαλλόμενου στην Αίθουσα λόγω της χάλκινης και κρουστής υπεροπλίας στην ιδιοφυή ενορχήστρωση, αρκούντως επαναστατική για ώτα τού 1923, ελάχιστα εξοικειωμένα με τον εξωτικό παράκοσμο τής τζαζ.

Κύριο πιάτο αποτέλεσε το κοντσέρτο για βιόλα, από τα τελευταία έργα τού Δημήτρη Δραγατάκη, που ερμήνευσε με πάθος ο Αντώνης Μανιάς, έργο που αναδεικνύει το διαμέτρημά τού συνθέτη τόσον ως δεξιοτέχνη τού συγκεκριμένου οργάνου, για το οποίο επιφυλάσσει μελωδική γραφή έστω και οριακής τονικότητας, όσο και ως ενορχηστρωτή. Η μελωδική προσήλωση αναδύεται κατ’ εξοχήν στο andantino, το αργό μέρος, όπου η βιόλα διατηρεί τον ειρμό αδιατάρακτο από τις άλλοτε ονειρικές και άλλοτε εκρηκτικές παρεμβάσεις τής Ορχήστρας. Η καντέντσα προκύπτει αβίαστα στο κέντρο αυτού τού β’ μέρους και παράγει ατμοσφαιρικό αντίκτυπο, δίνοντας ώθηση στη λυρική φόρτιση τής βραχείας επανέκθεσης και προετοιμάζοντας την λυτρωτικά παιγνιώδη επέλαση τού καταληκτικού allegro.

Τη συναυλία ολοκλήρωσε ευρηματικά η σκηνική μουσική που ο Richard Strauss είχε συνθέσει για το έργο «Ο Αρχοντοχωριάτης» τού Μολιέρου, που προόριζε να αποτελέσει δίπτυχο με την μονόπρακτη όπερά του «Αριάδνη στη Νάξο». Αυτονομημένη από την μη λειτουργική αυτή σύλληψη και εμπλουτισμένη με νέα μέρη, η συμφωνική αυτή σουίτα αναβίωσε σχεδόν εορταστικά από τους μουσικούς τής αθηναϊκής Φιλαρμόνια υπό έναν Φιδετζή ευαίσθητο σε κάθε τροπή τής δημιουργικά ιστορίζουσας παρτιτούρας, ευλογημένης με την ίδια οικονομία ενορχήστρωσης που απολαμβάνει η αγαπημένη όπερα…