του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Βαλκυρία επιτέλους και στην Ελλάδα, αρκεί όμως;
Η εν έτει 2024 πρώτη παρουσίαση τής «Βαλκυρίας» τού Βάγκνερ από την Εθνική Λυρική Σκηνή αποτελεί σημαντικό καλλιτεχνικό γεγονός. Όμως η επίτευξή του προκαλεί μάλλον περίσκεψη και προβληματισμό παρά ενθουσιασμό για την πραγματοποίησή του, αφού η τόσο καθυστερημένη αυτή προγραμματική υλοποίηση και οι παραγωγικές της συνθήκες όχι απλώς δεν επικαλύπτουν, αλλά αντιθέτως αποκαλύπτουν ένα μείζον, διαρκές και γενικότερο έλλειμμα, το οποίο δεν αντιμετώπισε ούτε η μεταστέγαση τής ΕΛΣ στο νέο πολυτελές της Φαληρικό ενδιαίτημα. Συνοδευτικά έντυπα τών δεκαετιών 1960 και 1970 μαρτυρούν ότι η ΕΛΣ των τότε ταπεινών «Ολυμπίων» ανταποκρινόταν στην παρουσίαση 24 τίτλων ανά καλλιτεχνική περίοδο, σε πλαίσιο κάλυψης κάθε γωνιάς τού πολιτιστικού αυτού αποθέματος της μουσικής δημιουργίας, από τον Μοντεβέρντι έως την οπερέτα και το μιούζικαλ.
Ο θεσμικός κατακερματισμός οδήγησε στην συρρίκνωση τού κύκλου εργασιών τής Λυρικής μας, ενώ η εγκατάσταση σε νέο κτήριο δεν απέτρεψε τη διαιώνιση μιας λειτουργίας αναιμικής και χωρίς ουσιώδη εγχώρια προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα παραγόμενα θεάματα. (Και) εν προκειμένω, υπό το νομικό ένδυμα της «συμπαραγωγής» με την Βασιλική Όπερα τής Δανίας, ανέκυψε παραγωγή τού «ισχυρού» εταίρου, με ελάχιστη ή χωρίς συμμετοχή Ελλήνων στη διανομή των βασικών ρόλων, ακόμη και όταν παρόμοιοι προσφέρονται. Δεν τίθεται εύλογη αμφιβολία ότι παρόμοιο πρότυπο οργάνωσης τού μοναδικού μελοδραματικού φορέα της Χώρας δεν υπηρετεί ούτε τον εμπλουτισμό τής διαθεσιμότητας ενός εγχώριου καλλιτεχνικού δυναμικού ούτε την ανάγκη διαρκούς απόσβεσης της δαπάνης των θεαμάτων μέσα από την βιωσιμότητά τους ως παραγωγές μακράς χρήσης από το Θέατρο. Για να μην επιμείνουμε στο διαπιστωτικό σοκ τής εισέτι συνεχιζόμενης απουσίας από το ενιαύσιο λυρικό μας δραματολόγιο κεντρικών αναφορών του διεθνούς ρεπερτορίου, όπως, ενδεικτικά, ο Βάγκνερ (και όχι μόνο-πότε αλήθεια «Ιππότης με το Ρόδο» του Στράους;), το μπαρόκ, το μπελκάντο …
Παρακολουθήσαμε την παράσταση της 24ης Μαρτίου και προσερχόμενοι αδυνατούσαμε να κατανοήσουμε γιατί -μη επαΐοντες- συνομιλητές μας που είχαν προηγηθεί παρατηρούσαν ότι μετά την α’ πράξη που τους είχε κουράσει, είχαν απολαύσει το υπόλοιπο θέαμα. Φευ, η διαχρονικά δημοφιλέστερη πράξη της όλης «Τετραλογίας» όντως δεν λειτούργησε, επειδή το «αποξενωτικό» σκηνικό και η αχαρακτήριστη ενδυματολογία (Tom Scutt), όπως και η εν γένει «ψυχρή» παραγωγή τού John Fulljames και των συνεργατών τους, με κλιμακοστάσια, εργαστήρια κλπ., αποδόμησαν τον ερωτικό λυρισμό που θα είχε εκπέμψει ακόμη και συναυλιακή παρουσίαση, ενώ στεντόρεια μονοχρωμία χαρακτήρισε τον Ζήγκμουντ τού έμπειρου Stefan Vinke, πλαισιωμένο αξιοπρεπώς από την Ζηγκλίντε της Allison Oakes και τον Χούντινγκ τού Πέτρου Μαγουλά. Μουσικά και δραματικά αξιοσημείωτη υπήρξε η Φρίκα τής Δανής μεσοφώνου Hanne Fischer, αλλά και η ομάδα των Βαλκυριών υπό την συνεκτική διεύθυνση του Roland Kluttig επικεφαλής της Ορχήστρας τής ΕΛΣ. Την κορύφωση επωμίσθηκαν με εντεινόμενη χημεία και ασφαλή εξαγγελία ο Βόταν τού Φινλανδού βαρυτόνου Tommi Hakala και η Βρουγχίλδη τής διεθνώς αναντικατάστατης, ισχυρής αλλά και λυρικής, Catherine Foster με επιστέγασμα έναν σπαρακτικό αποχαιρετισμό…
του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Βαλκυρία επιτέλους και στην Ελλάδα, αρκεί όμως;
Η εν έτει 2024 πρώτη παρουσίαση τής «Βαλκυρίας» τού Βάγκνερ από την Εθνική Λυρική Σκηνή αποτελεί σημαντικό καλλιτεχνικό γεγονός. Όμως η επίτευξή του προκαλεί μάλλον περίσκεψη και προβληματισμό παρά ενθουσιασμό για την πραγματοποίησή του, αφού η τόσο καθυστερημένη αυτή προγραμματική υλοποίηση και οι παραγωγικές της συνθήκες όχι απλώς δεν επικαλύπτουν, αλλά αντιθέτως αποκαλύπτουν ένα μείζον, διαρκές και γενικότερο έλλειμμα, το οποίο δεν αντιμετώπισε ούτε η μεταστέγαση τής ΕΛΣ στο νέο πολυτελές της Φαληρικό ενδιαίτημα. Συνοδευτικά έντυπα τών δεκαετιών 1960 και 1970 μαρτυρούν ότι η ΕΛΣ των τότε ταπεινών «Ολυμπίων» ανταποκρινόταν στην παρουσίαση 24 τίτλων ανά καλλιτεχνική περίοδο, σε πλαίσιο κάλυψης κάθε γωνιάς τού πολιτιστικού αυτού αποθέματος της μουσικής δημιουργίας, από τον Μοντεβέρντι έως την οπερέτα και το μιούζικαλ.
Ο θεσμικός κατακερματισμός οδήγησε στην συρρίκνωση τού κύκλου εργασιών τής Λυρικής μας, ενώ η εγκατάσταση σε νέο κτήριο δεν απέτρεψε τη διαιώνιση μιας λειτουργίας αναιμικής και χωρίς ουσιώδη εγχώρια προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα παραγόμενα θεάματα. (Και) εν προκειμένω, υπό το νομικό ένδυμα της «συμπαραγωγής» με την Βασιλική Όπερα τής Δανίας, ανέκυψε παραγωγή τού «ισχυρού» εταίρου, με ελάχιστη ή χωρίς συμμετοχή Ελλήνων στη διανομή των βασικών ρόλων, ακόμη και όταν παρόμοιοι προσφέρονται. Δεν τίθεται εύλογη αμφιβολία ότι παρόμοιο πρότυπο οργάνωσης τού μοναδικού μελοδραματικού φορέα της Χώρας δεν υπηρετεί ούτε τον εμπλουτισμό τής διαθεσιμότητας ενός εγχώριου καλλιτεχνικού δυναμικού ούτε την ανάγκη διαρκούς απόσβεσης της δαπάνης των θεαμάτων μέσα από την βιωσιμότητά τους ως παραγωγές μακράς χρήσης από το Θέατρο. Για να μην επιμείνουμε στο διαπιστωτικό σοκ τής εισέτι συνεχιζόμενης απουσίας από το ενιαύσιο λυρικό μας δραματολόγιο κεντρικών αναφορών του διεθνούς ρεπερτορίου, όπως, ενδεικτικά, ο Βάγκνερ (και όχι μόνο-πότε αλήθεια «Ιππότης με το Ρόδο» του Στράους;), το μπαρόκ, το μπελκάντο …
Παρακολουθήσαμε την παράσταση της 24ης Μαρτίου και προσερχόμενοι αδυνατούσαμε να κατανοήσουμε γιατί -μη επαΐοντες- συνομιλητές μας που είχαν προηγηθεί παρατηρούσαν ότι μετά την α’ πράξη που τους είχε κουράσει, είχαν απολαύσει το υπόλοιπο θέαμα. Φευ, η διαχρονικά δημοφιλέστερη πράξη της όλης «Τετραλογίας» όντως δεν λειτούργησε, επειδή το «αποξενωτικό» σκηνικό και η αχαρακτήριστη ενδυματολογία (Tom Scutt), όπως και η εν γένει «ψυχρή» παραγωγή τού John Fulljames και των συνεργατών τους, με κλιμακοστάσια, εργαστήρια κλπ., αποδόμησαν τον ερωτικό λυρισμό που θα είχε εκπέμψει ακόμη και συναυλιακή παρουσίαση, ενώ στεντόρεια μονοχρωμία χαρακτήρισε τον Ζήγκμουντ τού έμπειρου Stefan Vinke, πλαισιωμένο αξιοπρεπώς από την Ζηγκλίντε της Allison Oakes και τον Χούντινγκ τού Πέτρου Μαγουλά. Μουσικά και δραματικά αξιοσημείωτη υπήρξε η Φρίκα τής Δανής μεσοφώνου Hanne Fischer, αλλά και η ομάδα των Βαλκυριών υπό την συνεκτική διεύθυνση του Roland Kluttig επικεφαλής της Ορχήστρας τής ΕΛΣ. Την κορύφωση επωμίσθηκαν με εντεινόμενη χημεία και ασφαλή εξαγγελία ο Βόταν τού Φινλανδού βαρυτόνου Tommi Hakala και η Βρουγχίλδη τής διεθνώς αναντικατάστατης, ισχυρής αλλά και λυρικής, Catherine Foster με επιστέγασμα έναν σπαρακτικό αποχαιρετισμό…