του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Natalia Trull – Η Ρωσική σχολή τού πιάνου αποκαλύπτεται στον «ΦΣ Παρνασσός»
Η σημερινή στήλη αποτελεί μαρτυρία. Σε εποχή κυριαρχίας του διαδικτύου, καλλιτέχνιδα με ελάχιστο ψηφιακό αποτύπωμα, αλλά με κλάση που αποκαλύφθηκε, στις ειδούς τού Μαρτίου στην αίθουσα τού Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», αποτελεί δυσεύρετο παράδοξο. Η εξαιρετικά νεανική φωτογραφία στο συνοδευτικό μονόφυλλο τής συναυλίας με 3 μεγάλες σονάτες τού L.v.Beethoven δεν προετοίμαζε για την ευγενικά ώριμη, απέριττα επιμελημένη Natalia Trull, έκτοτε πολύτιμη αναφορά με απροσμέτρητη από διαθέσεως αξία στο θησαυροφυλάκιο της συνολικής μουσικής μας εμπειρίας. Την έλλειψη υπερβολής στα γραφόμενά μας πιστοποιεί η μοναδική αναφορά τής πιανίστας στο Google, μέσω της ιστοσελίδας «The Art Music Lounge», τής 4ης Μαΐου 2017, όπου κατάπληκτη η συνάδελφος Lynn René Bayley διαπιστώνει ότι πραγματεύεται μεγάλη ερμηνεύτρια, επ’ ευκαιρία εκδόσεως κύκλου με τις σονάτες τού Σεργκέι Προκόφιεφ, ηχογραφημένου 20 χρόνια πριν, κυκλοφορίας που, κατά την ίδια, κονιορτοποιεί αναφορές από τον Ρίχτερ έως την Άργκεριχ! Αυτό από μια παντελώς άγνωστη -και σε εκείνην- μαθήτρια μ.ά. ενός Γιάκοβ Ζακ, «χρυσή» νικήτρια τού Διαγωνισμού πιάνου τού Βελιγραδίου (1983), «αργυρά» τού Διαγωνισμού Τσαϊκόφσκι τής Μόσχας (1986), αλλά και τού Grand Prix τού Μόντε Κάρλο με συνυποψηφίους αποκλειστικά νικητές διεθνών διαγωνισμών!
Καθισμένη στο πιάνο με χαλαρή οικειότητα, η Τρουλ εφόρμησε στην αθηναϊκή της βραδιά Μπετόβεν με μια σπανιότητα, την Φαντασία έργ.77, που διαχειρίσθηκε με όλο το βάθος και βάρος τής μεγάλης σχολής που η ίδια διακονεί από το Ωδείο της Μόσχας. Μια ερμηνεία δραματική, κι όμως με ένα παράλληλο βάθος σποραδικής όσο και καταλυτικής τρυφερότητας, κυρία των αγωγικών και δακτυλικών απαιτήσεων τής αινιγματικής και έμπλεης μπετοβενικών «ερωτημάτων» σύνθεσης. Το παίξιμό της, επιτομή αυτοσχεδιαστικής και -ώ του θαύματος- συνεκτικής σφοδρότητας αποτυπωνόταν αξιομνημόνευτα στη φυσιογνωμία της, μιας ήρεμης, δωρικής ωριμότητας.
Με τα ίδια αυτά όπλα αποδόθηκε η πιανίστα σε μιαν αντιστοίχως ισχυρή ανάγνωση τής εσχάτης 32ης σονάτας, με πιανισμό κατάφορτο από το βιοτικό άχθος τού συνθέτη εναρμονισμένο με εκείνο τής σύγχρονης ανθρωπότητας. Αγέλαστο, όχι όμως σκυθρωπό, το α’ μέρος, με μοναδικά πικρή χρώση στην κατάληξη τής κίνησης, ανενδοίαστα στωική, με χαρακτηριστικό σλαβικό λυρισμό, χωρίς περιστροφές «εποχής», και η αριέτα, κυριαρχημένη από το υπαρξιακό άλγος αυτής της de facto απολογιστικής μουσικής, άλλοτε υπαινικτικά επαναστατική κι άλλοτε σαρκαστικά ρυθμική, σταθερά όμως ακραία προσωπική, υπομνηστική προκατόχων τής ξένης μας, όπως η αλησμόνητη και στον Μπετόβεν Maria Grinberg.
Αινιγματικά προγραμματική, η 17η σονάτα που εγκαινίασε το β’ μέρος τού ρεσιτάλ, μάς εντυπωσίασε με τη θεατρική οργάνωση τής μουσικής πλοκής και τα όντως «καταιγιστικά» ξεσπάσματα στην α’ κίνηση, έτι περαιτέρω δε με την αντίληψη πένθιμου εμβατηρίου τής β’, από τις βαθύτερες ερμηνείες τής εμπειρίας μας. Ξεχωριστά αξιομνημόνευτη και η β’ κίνηση τής «Waldstein», που ολοκλήρωσε τη συναυλία. Πανίσχυρης ατμόσφαιρας, κυοφόρησε λυτρωτικά τη διακριτική μετάβαση στο γ’ μέρος, που δομήθηκε με σοφία και υπομονή, αλλά και με σιδηρά πειθαρχία σε ενιαία αγωγική αντίληψη των δύο κινήσεων, χωρίς οιανδήποτε αίσθηση μακρηγορίας!