του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Από τον Στραβίνσκυ προς τον Μπετόβεν και όχι αντίστροφα
Καθώς η καλλιτεχνική περίοδος 2024/25 προσεγγίζει την ημερολογιακή της λήξη, είναι ίσως η στιγμή για μιαν αυταπόδεικτη ομολογία εκ μέρους μας. Έχοντας διανύσει μακρά διαστήματα τής σχολιαστικής μας νεότητας αποφεύγοντας την παρακολούθηση συναυλιών τής Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, προσυπογράφουμε με ικανοποίηση την στατιστική μετάπτωσή μας στην αντίστροφη κατάσταση, η ΚΟΑ να διεκδικεί το ενδιαφέρον μας με απόσταση από κάθε άλλο εγχώριο καλλιτεχνικό οργανισμό τού είδους, τού φιλοξενούντος αυτήν Μεγάρου συμπεριλαμβανομένου. Και όχι φυσικά μόνον για την θερμή αβρότητα τής επικοινωνιακής δομής της προς όλους ανεξαιρέτως τους συναδέλφους τής κριτικής, αλλά και, κυρίως και παραλλήλως, για την συνεχή επιβεβαίωση τού ποιοτικού επιπέδου που σταθερά διεκδικεί και διευρύνει τα τελευταία χρόνια, λόγω της απτής δικής της βελτίωσης σε ολοένα επεκτεινόμενο προγραμματικό ανάπτυγμα και για το κύρος των μετακλήσεων που επιστρατεύει.

Η βραδιά τής 11ης Απριλίου δεν αποτέλεσε εξαίρεση στον κανόνα, ακόμη και στην ευφυή επιλογή να προταχθεί η «Ιεροτελεστία τής Άνοιξης» τού Igor Stravinsky τού 4ου από τα 5 κοντσέρτα για πιάνο τού L.v.Beethoven, σημειώνοντας «ρουά-ματ» τόσο στην αποφυγή εγκατάλειψης τής αίθουσας από τρομοκρατημένους τού 20ου αιώνα όσο στην χειρονομία υποδοχής τού Ρώσου σολίστ στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης»(Φίλων-της-Μουσικής).

Αν και απαιτήθηκαν κάμποσα βασανιστικά δευτερόλεπτα, προτού η ΚΟΑ ευθυγραμμισθεί με τις οδηγίες τού καλλιτεχνικού διευθυντή της Λουκά Καρυτινού, η εκτέλεση τού όντως εμβληματικού μπαλέτου που ακούει στον γαλλόφωνο τίτλο «Le Sacre du Printemps» εκτυλίχθηκε με αιχμηρής ρυθμικής εγρήγορσης προσήλωση ακρίβειας στον προγραμματικό βαρβαρισμό μιας παρτιτούρας, η δια ζώσης απόλαυση τής οποίας δεν αποτελεί ακόμη αυτονόητο προνόμιο τής εγχώριας μουσικής ζωής. Υπό την έννοια αυτή, αισθανόμαστε διπλά ευγνώμονες τόσο για την διεκδίκηση τού έργου από τον σχηματισμό όσο και για το υψηλό επίπεδο ατομικής και συλλογικής επίδοσης που τού επιδαψίλευσε, αντιστρέφοντας εν τοις πράγμασιν το επίκεντρο ενδιαφέροντος τής συναυλίας!

Η αίσθησή μας αυτή, επηρεασμένη από την παρουσία και την ανταπόκριση τού νεανικού κοινού, ουδόλως απομειώνει τη φιλοξενία τού -διακρινόμενου και ως … σκακιστή- Nikolai Lugansky, οικείου στους Αθηναίους από προηγούμενες μετακλήσεις του. Πιάνο και πόντιουμ συνδυάσθηκαν για μια κλασσικής οικονομίας ανάγνωση τού μπετοβενικού κοντσέρτου, χωρίς εκφραστική μεγαλοστομία, σε τέμπο εύλογης χαλαρότητας, με χώρο για τη ρέουσα δεξιοτεχνική ευφράδεια τού μαθητή αυτού μιας Τατιάνα Νικολάγιεβα και με τις δραματικές εξάρσεις επίσης ενταγμένες στο μέτρο τής ερμηνείας, συμπεριλαμβανομένης και τής εκτενούς καντέντσας τού μεγάλου εναρκτήριου Allegro moderato. Για το σύντομο όσο και χαρακτηριστικό αργό μέρος, ο Καρυτινός έδωσε τον σχεδόν βίαιο δραματικό τόνο που ξεκλείδωσε την ονειρικά εσωστρεφή απόκριση τού βιρτουόζου, με διακριτική κορύφωση την καντέντσα και αισθαντική την συγκαταβατική εκπνοή τής κίνησης. Στην ίδια χαμηλότονη, αλλά παιγνιώδη πλέον ατμόσφαιρα και η εφόρμηση στο λυτρωτικό επίμετρο, χωρίς εκπτώσεις στιβαρότητας στο τέμπο ή σαφήνειας στην άρθρωση, αλλά με μιαν αίσθηση πληρότητας σε πλαίσιο σφαιρικής και βιωμένης μουσικής προσφοράς! Οι επευφημίες ενός κατά πλειονότητα ώριμου κοινού πιστοποίησαν την επιτυχία!