του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Έκτορας Ταρτανής – Μαέστρος συνθέτης με την ΚΟΑ
Είναι ασφαλώς ακούσιος, αλλ’ εκ τούτου όχι πλέον ευχάριστος ο εστιασμός τής Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στην προβολή ενός αναντιρρήτως σημαντικού -και διεθνώς- ονόματος τού συνήθως φιλοξενουμένου μαέστρου ή σολίστ, εις βάρος ετέρου συντελεστή που καταδικάζεται σχεδόν σε … ανωνυμία. Συναφώς έχει τύχει, σε σχετικό πόστερ χώρου μέσων μαζικής μεταφοράς, να διαφημίζεται ο δεξιοτέχνης συναυλίας και ταυτοχρόνως η αφίσα να προβάλει μόνον τη φωτογραφία τού μαέστρου! Αντιστοίχως, την Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου, το προγραμματικό δελτάριο τής τακτικής συναυλίας τής ΚΟΑ διεκήρυττε με «τεράστια» γραμματοσειρά τον «Γκαβρίλιουκ στο Κοντσέρτο για πιάνο του Γκρηγκ», επιφυλάσσοντας δραματικά ταπεινότερους χαρακτήρες για την ίδια την Ορχήστρα και τον ανερχόμενο αρχιμουσικό της, αν και ο τελευταίος κατέλαβε εξ ολοκλήρου το δεύτερο μέρος της εκδήλωσης με ίδιο μουσικό έργο!

Ας το δηλώσουμε, λοιπόν, ότι -ενδεχομένως μόνον εμείς- προσήλθαμε στο γεγονός με κύριο πόλο έλξης τον Έκτορα Ταρτανή και όχι τον εκ Χαρκόβου φιλοξενούμενο. Ίσως επειδή, λίγους μήνες πριν, είχαμε επισφραγίσει την καλλιτεχνική προσδοκία που είχαμε διακρίνει στον αρχιμουσικό με τιμητική διάκριση τής «Ενώσεως Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών» στο πρόσωπό του ως «Νέο ή Πρωτοεμφανιζόμενο Καλλιτέχνη». Και δεν μάς απογοήτευσε ούτε εν προκειμένω, ήδη από τις δημοφιλείς «Εβρίδες» τού Felix Mendelssohn–Bartholdy, που εγκαινίασαν το πρόγραμμα, αφού σπανίως έχουμε αντιπαρατεθεί με τον σφοδρό κυματισμό τής υπερβόρειας θάλασσας από παρόμοιας δραματικότητας ορχηστρικό χρωστήρα όσο σε αυτήν την ανάγνωση. Ο γεννημένος στη Στουτγάρδη Έλληνας οργάνωσε μιαν άρση ποιότητας τής Ορχήστρας, που μόνον οι καλύτεροι επιτυγχάνουν. Αφού μάλιστα η μουσική εικονοποιία κατέγραψε περαιτέρω μαγικές οργανικές στιγμές λεπτής φραστικής με έξοχες εσωτερικές ισορροπίες.
Μετά την συμπαγή, αιχμηρή ορχηστρική ανάκρουση και την αντίστοιχης ισχύος απόκριση τού Alexander Gavrylyuk στο πιάνο, το κοντσέρτο τού Edvard Grieg εκτυλίχθηκε με λεπταίσθητο λυρισμό, διαυγείς, δυναμικές και ακριβείς κορυφώσεις στις τροπές τής ανάπτυξης τού α’ μέρους, καταγράφοντας επίζηλη πλαστικότητα στις αγωγικές μεταπτώσεις και στη διακύμανση τής πηγαίας όσο και στέρεας έμπνευσης τού Νορβηγού, με κορύφωση την συναρπαστικά αυτοσχεδιαστική εκτέλεση τής καντέντσας από τον Ουκρανικής καταγωγής Αυστραλό. Η καθολική τελειοθηρία προσέγγισης τού έργου, σωματοποιημένη στα αέρινα ακροδάχτυλα τού μαέστρου, μάγεψε και στο αργό μέρος, με συνεχείς ασκήσεις εκτελεστικής ακρίβειας, εσωτερικότητας και ενσυναισθηματικής διαχείρισης τής δυναμικής, μια πορεία γεμάτη αποκαλύψεις, εγκιβωτισμένες αρμονικά σε υψηλής ευαισθησίας μουσική διατύπωση.
Το τριμερούς φόρμας κοντσέρτο για άρπα, βαρύτονο και ορχήστρα υπό τον προγραμματικό τίτλο «Ερατώ Ψάλτριαν», μετά το διάλειμμα, εμβολίασε τη μουσική γραφίδα τού Ταρτανή με ποίηση τού ιδίου, στην εναρκτήρια «Γέννηση», και, μετά από εκτενή καντέντσα για την άρπα τής Γωγώς Ξαγαρά, τού Αναστάση Ασημακόπουλου, για το «Ταξίδι» και τη «Γιορτή» που ακολούθησαν. Ευαίσθητος ενορχηστρωτής, ο Ταρτανής γράφει αισθαντική μουσική σε ιδίωμα τονικού θεμελίου και συνεχούς μελωδίας. Όμως! Παρά την θερμή συνηγορία τού βαρυτόνου Δημήτρη Τηλιακού, ο επιτηδευμένα λεξιθηρικός και πομπώδης ποιητικός λόγος υπονόμευσε καθοριστικά μια σύνθεση, που ενδεχομένως να προσλαμβάνεται φιλικότερα από μη ελληνόφωνα ώτα…