Έμοιαζε συνέχεια της αξιομνημόνευτης βραδιάς της 18ης Νοεμβρίου 2018, στο Μέγαρο Θεοχαράκη, η ανάλογης κοπής εκείνη της 15ης Μαρτίου, στην ανακαινισμένη αίθουσα «Άρης Γαρουφαλής» του Ωδείου Αθηνών. Κοινός παρανομαστής αμφοτέρων η παρουσία του βαρυτόνου Τάση Χριστογιαννόπουλου και η μείξη πολλαπλώς απαιτητικών κεφαλαίων διεθνούς ρεπερτορίου της έντεχνης μελωδίας με παλαιότερα και σύγχρονα δείγματα της ημεδαπής λόγιας μούσας. Στη χειμερινή περίσταση και υπό τον τίτλο «Κάτω απ’ των αστεριών τα φύλλα», 4 «Λαϊκές Μελωδίες», αρχικά με συνοδεία κιθάρας, αλλά εν προκειμένω σε μεταγραφή για πιάνο του Φ. Γκ. Λόρκα, συνδυάσθηκαν ευφάνταστα με συνθέσεις του Μ. Θεοδωράκη, του Μ. Χατζιδάκι και του Γ. Κουρουπού. Τις προλόγισε με χαρισματικής εσωτερικότητας, κυριολεκτικά εξομολογητική, απαγγελία η Ιουλίτα Ηλιοπούλου. Ήταν ένα πρόγραμμα δομημένο με σοφία και οικονομία, κυκλικό στην εναρκτήρια και καταληκτική δημοτικοφανή εκτύλιξή του, αποκαλυπτικό εκλεκτικών συγγενειών και επιρροών, που βαρύτονος και πιανίστας (Θανάσης Αποστολόπουλος) υπηρέτησαν με σεμνότητα και αφοσίωση.
Για τις ιστορικά διαβόητες «ειδούς του Μαρτίου», η αφιερωμένη στο Σωματείο των Φίλων τής Fondation
Hellénique συναυλία του Ωδείου Αθηνών βρήκε τον διακεκριμένο βαρύτονο πλάι στην πολλαπλών ευαισθησιών μεσόφωνο Έλενα Μαραγκού για ένα Ελληνογαλλικό πρόγραμμα με την εκλεπτυσμένη συνοδεία του Γιάννη Τσανακαλιώτη στο πιάνο. Τη βραδιά εγκαινίασαν τα «4 Παιδικά Τραγούδια» του Φρ. Πουλένκ που βρήκαν τη μεσόφωνο να ανταποκρίνεται στην πρόκληση της ψευδαφελούς στροφικότητάς τους με παραστατική αφήγηση, ανάγλυφα Γαλλικά και ευσύνοπτες, λεκτικά ανεπίληπτες εισαγωγές τους στην Ελληνική. Μελωδίες του Γκ. Φωρέ και του Κ. Σαιν Σανς επιβεβαίωσαν τον Χριστογιαννόπουλο ως επίλεκτο μέλος μιας αναβαπτισμένης στην παράδοση Νέας Γαλλικής Σχολής τραγουδιού. «Τα Λίκνα» του Φωρέ υπήρξαν αντιπροσωπευτικά ονειρώδους φραστικής, ιδιωματικής άρθρωσης, υγιούς φοράς της μελωδικής γραμμής, εξαίσιων σβησιμάτων, αλλά και αγαστής συνέργειας με το κοινής αναπνοής πιάνο. Οι «5 Ελληνικές Δημώδεις Μελωδίες» σε εναρμόνιση του Μ. Ραβέλ λειτούργησαν ως γέφυρα προς αντίστοιχες του Γ. Κωνσταντινίδη και προς μελωδίες του Γ. Κουρουπού, με πάλλουσα την χαρακτηριστική αισθητική της ευφάνταστης γραφής του τελευταίου τόσο για τη φωνή όσο και για το πιάνο.
5 ημέρες αργότερα, η αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών φιλοξένησε την υψίφωνο Χριστίνα Γιαννακοπούλου με τον Θοδωρή Τζοβανάκη στο πιάνο σε έναν ακόμη σταθμό του «Κύκλου Φραντς Λιστ». Έχοντας καταγράψει τη δική της υπόσχεση στην πάλαι ποτέ νεανική πρωτοπορία μιας γενιάς λυρικών καλλιτεχνών που σήμερα εκπροσωπούν την Ελλάδα, η μονωδός υπερασπίσθηκε λήντερ των Σούμπερτ και Λιστ, συνθετών που «συνομίλησαν» τόσο μέσα από μεταγραφές -για πιάνο σόλο- τραγουδιών του πρώτου από τον δεύτερο, όσο και μέσα από τη μελοποίηση ποιητών που αμφότεροι αγάπησαν, όπως ο Γκαίτε. Με ευσταθή γραμμή, ενσυναίσθηση του γερμανικού έμμετρου λόγου και μελαγχολική ηχόχρωση υπερασπίσθηκε η σοπράνο τα 4 τραγούδια της Μινιόν και, πριν το διάλειμμα, 5 ακόμη μελωδίες του Λιστ. Όπως με τη Μινιόν, έτσι και με τη γοργόνα Λορελάι του τελευταίου, η διακριτική μελαγχολία της γραφής αντικατοπτρίσθηκε στην πλαστικότητα και το ελεγειακό άχθος της εκφοράς, ποιότητες που, όπως και η ανθεκτική στο χρόνο δροσιά του τόνου, αποτυπώθηκαν και σε εξαιρετικές αποκλιμακώσεις φράσεων (Die Lorelai, Freudvoll und leidvoll). Έξι μεταγραφές παρεμβλήθηκαν σε δύο δόσεις μεταξύ των μελωδιών (μ.ά. «Μαργαρίτα στο ροδάνι» αξιοσημείωτου ερμηνευτικού βάθους), με τελικό προορισμό μιαν ακόμη συστοιχία από λήντερ του Σούμπερτ. Κρατούμε ως τρυφερή ανάμνηση την παιδιάστικη χροιά που επιστράτευσε η εκλεκτή ερμηνεύτρια και παιδαγωγός για τον «Νεαρούλη πάνω στο λόφο» και προσυπογράφουμε την υποκείμενη δήλωση παράδοσης στη θαυματουργή μαγεία της Μουσικής που επέλεξε να εκπέμψει με το ανκόρ της («Es muss ein wunderbares sein» του Λιστ), ως ύστατη προσφορά στο αιχμάλωτο της σαγήνης κοινό της.